Η προηγούμενη ανάρτηση, το βιντεάκι του Ανδρέα Πάγκαλου (ΕΔΩ) με την απέραντη αγάπη της μάνας, μού θύμισε μια αληθινή ιστορία που είχε συμβεί εδώ και πολλά - πολλά χρόνια στα μέρη μας. (Βόλος)
Δεν την είχα διαβάσει σε εφημερίδα, μού την είχαν διηγηθεί, δεν θυμάμαι ποιος, ποια, μόνο την ιστορία.
...Ναι, μάλλον σε μια συζήτηση για υιοθετημένα παιδιά, δεν έχει σημασία το να θυμηθώ ποιος, που, πότε μού την είπε.
Η ιστορία είναι που μού έμεινε, αυτή και θα πω.
Τα παλιά τα χρόνια μια πολύ φτωχή κοπέλα είχε μείνει έγκυος.
Γέννησε το παιδάκι της που ήταν αγόρι και το έδωσε σε μία άτεκνη οικογένεια.
Η οικογένεια αυτή τής φέρονταν πολύ καλά, κυρίως η γυναίκα, η θετή μητέρα.
Όσο το παιδί ήταν μωρό, την άφηνε να το βλέπει, μη λέγοντας πουθενά όμως, ότι είναι δικό της.
Όσο ήταν νέα, εκείνη, έκανε την πλανόδια πωλήτρια, πέρναγε απ' τα σπίτια της γειτονιάς, έμπαινε και στου παιδιού της, για λίγο, για ανάσες, ευγενική η θετή μητέρα, της πρόσφερε κι ένα ποτήρι νερό.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια και το παιδί μεγάλωνε, η πραγματική μητέρα πέρασε αρρώστιες πολλές, φτώχεια, πείνα, την λύγιζε πολύ και η στενοχώρια που της έλειπε το παιδί της, καταρακωμένη, ξαναχτύπαγε εκείνη την πόρτα, τάχα πουλώντας βότανα.
Η θετή μητέρα, άνοιγε την πόρτα, έπαιρνε, μα το αγόρι που είχε μεγαλώσει πια, μια μέρα, είπε στην θετή μητέρα, να μην της ξανανοίξει, γιατί βρωμούσε...
Έτσι, την επόμενη και μεθεπόμενη χρονιά, η θετή μητέρα, δεν άνοιγε την πόρτα, κι εκείνη έφευγε ράκος.
Ξαναχτύπησε πολλές φορές την πόρτα, όταν το παιδί πήγαινε Γυμνάσιο, μα τότε, πια, για να ζητιανέψει.
Όταν η θετή μητέρα ήταν μόνη της στο σπίτι, κάτι της έδινε να φάει ή σε χρήμα, μα μια μέρα που της άνοιξε ο γιος της, την έβρισε, την κλώτσησε, την έριξε κάτω απ' τα σκαλιά, λέγοντάς της:
"Φύγε από δω, βρωμιάρα! Μη ξαναπατήσεις σπίτι μας! Θα μας κολλήσεις χολέρα!"
Η πόρτα έκλεισε, κι εκείνη σηκώθηκε κλαίγοντας και έφυγε.
Από τότε, δεν ξαναπάτησε στο σπίτι που μεγάλωνε το παιδί της.
...Παρακολουθούσε, μάθαινε από μακριά.
Χρόνια μετά:
Η Αστική ανέβαινε για Άνω Βόλο.
Λίγοι άνθρωποι μέσα στο λεωφορείο.
Σχεδόν, οι λιγοστοί επιβάτες κάθονται καθ' ένας μόνος του σε διπλές θέσεις και θυμίζουν αραιωμένα κρεμύδια...
Μια ρακοντυμένη γυναίκα - γιαγιά, σηκώνεται κούτσα - κούτσα απ' τα πίσω καθίσματα και πάει και κάθεται πιο μπροστά, δίπλα σε έναν νεαρό άντρα, καλοντυμένο.
Εκείνος κρατούσε μια τσάντα και κοίταζε έξω απ' το παράθυρο, όταν αντελήφθηκε ένα γυναικείο γερασμένο χέρι, σχεδόν, να χαϊδεύει το δικό του, που κρατούσε την τσάντα...
Ανατρίχιασε. Τραβήχτηκε απότομα. Η ματιά του έπεσε πρώτα κάτω, στα τρύπια της παπούτσια και στα βρώμικα μακριά ρούχα της, κι αμέσως τινάχτηκε, λες και έπεσαν πάνω του σοβάδες... Νευριασμένος σήκωσε το βλέμμα του, ενώ ήδη τα πόδια του είχαν στυλωθεί για να αλλάξουν θέση στο λεωφορείο, τότε είδε ένα δακρυσμένο γυναικείο βλέμμα, που κάτι του θύμισε, τον λύγισε, κρατήθηκε, δεν είπε τίποτα, προχώρησε μπροστά, παίρνοντας μαζί του την τσάντα του, το χέρι του, την περιφρόνησή του, και μη ξανακοιτάζοντας πίσω, παρέμεινε όρθιος κοντά στην πόρτα και στην αμέσως επόμενη στάση, ήταν δεν ήταν η στάση του σπιτιού του, κατέβηκε.
Το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα.
Νύχτα ήταν και χειμώνας.
Η γριά βρωμιάρα γυναίκα κατέβηκε τελευταία.
Εκείνο το βράδυ, χιόνισε πολύ.
Μετά από μια βδομάδα;
Δεν ξέρω.
Ο κόσμος έλεγε:
"Ζητιάνα βρέθηκε νεκρή απ' τα χιόνια, στο ύψος Τάδε.
Περπατούσε, περπατούσε, περπατούσε...
Ώσπου έφτασε στην άλλη ζωή και έμαθε, πως εκείνη τη νύχτα το παληκάρι της, έμαθε όλη την αλήθεια απ' την θετή του μητέρα. Ήταν το "χάδι" η αιτία και η βρωμιά, η αφορμή για ν' ανοίξει η συζήτηση και ύστερα το παληκάρι της, έκλαιγε, έκλαιγε και την έψαχνε για μέρες.
Δεν ξέρω. Ίσως, για να μαθευτεί και να συζητιέται εκείνη την εποχή, ίσως να πήγε και στην κηδεία της.
Δεν ξέρω. Μεγάλες γυναίκες μού την διηγήθηκαν κάποτε κι εγώ ήμουνα 21;
Δεν έχω φωτογραφία γι' αυτή την ανάρτηση.
Και να έχω, νομίζω, δε θα μπορέσει να καλύψει αυτή την πραγματική ιστορία.
Δεν έχω τίτλο γι' αυτή την ανάρτηση.
"Το χάδι της τσάντας..." δεν έχει ακρίβεια, γιατί ήταν κοντά το χέρι...
Κάτι άλλο... που υπήρξε κάποτε και ψευδόνυμό μου, ναι, θα ταίριαζε...
Αφιερωμένη αυτή η ανάρτηση στις μανάδες που πόνεσαν πολύ και σε όσες λείπουν απ' την ζωή.
Για τις άλλες, άλλη στιγμή, άλλη ανάρτηση με ευχές και ελπίδες, τόσο για τις ίδιες, όσο και για τα παιδιά τους.
Δεν την είχα διαβάσει σε εφημερίδα, μού την είχαν διηγηθεί, δεν θυμάμαι ποιος, ποια, μόνο την ιστορία.
...Ναι, μάλλον σε μια συζήτηση για υιοθετημένα παιδιά, δεν έχει σημασία το να θυμηθώ ποιος, που, πότε μού την είπε.
Η ιστορία είναι που μού έμεινε, αυτή και θα πω.
Τα παλιά τα χρόνια μια πολύ φτωχή κοπέλα είχε μείνει έγκυος.
Γέννησε το παιδάκι της που ήταν αγόρι και το έδωσε σε μία άτεκνη οικογένεια.
Η οικογένεια αυτή τής φέρονταν πολύ καλά, κυρίως η γυναίκα, η θετή μητέρα.
Όσο το παιδί ήταν μωρό, την άφηνε να το βλέπει, μη λέγοντας πουθενά όμως, ότι είναι δικό της.
Όσο ήταν νέα, εκείνη, έκανε την πλανόδια πωλήτρια, πέρναγε απ' τα σπίτια της γειτονιάς, έμπαινε και στου παιδιού της, για λίγο, για ανάσες, ευγενική η θετή μητέρα, της πρόσφερε κι ένα ποτήρι νερό.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια και το παιδί μεγάλωνε, η πραγματική μητέρα πέρασε αρρώστιες πολλές, φτώχεια, πείνα, την λύγιζε πολύ και η στενοχώρια που της έλειπε το παιδί της, καταρακωμένη, ξαναχτύπαγε εκείνη την πόρτα, τάχα πουλώντας βότανα.
Η θετή μητέρα, άνοιγε την πόρτα, έπαιρνε, μα το αγόρι που είχε μεγαλώσει πια, μια μέρα, είπε στην θετή μητέρα, να μην της ξανανοίξει, γιατί βρωμούσε...
Έτσι, την επόμενη και μεθεπόμενη χρονιά, η θετή μητέρα, δεν άνοιγε την πόρτα, κι εκείνη έφευγε ράκος.
Ξαναχτύπησε πολλές φορές την πόρτα, όταν το παιδί πήγαινε Γυμνάσιο, μα τότε, πια, για να ζητιανέψει.
Όταν η θετή μητέρα ήταν μόνη της στο σπίτι, κάτι της έδινε να φάει ή σε χρήμα, μα μια μέρα που της άνοιξε ο γιος της, την έβρισε, την κλώτσησε, την έριξε κάτω απ' τα σκαλιά, λέγοντάς της:
"Φύγε από δω, βρωμιάρα! Μη ξαναπατήσεις σπίτι μας! Θα μας κολλήσεις χολέρα!"
Η πόρτα έκλεισε, κι εκείνη σηκώθηκε κλαίγοντας και έφυγε.
Από τότε, δεν ξαναπάτησε στο σπίτι που μεγάλωνε το παιδί της.
...Παρακολουθούσε, μάθαινε από μακριά.
Χρόνια μετά:
Η Αστική ανέβαινε για Άνω Βόλο.
Λίγοι άνθρωποι μέσα στο λεωφορείο.
Σχεδόν, οι λιγοστοί επιβάτες κάθονται καθ' ένας μόνος του σε διπλές θέσεις και θυμίζουν αραιωμένα κρεμύδια...
Μια ρακοντυμένη γυναίκα - γιαγιά, σηκώνεται κούτσα - κούτσα απ' τα πίσω καθίσματα και πάει και κάθεται πιο μπροστά, δίπλα σε έναν νεαρό άντρα, καλοντυμένο.
Εκείνος κρατούσε μια τσάντα και κοίταζε έξω απ' το παράθυρο, όταν αντελήφθηκε ένα γυναικείο γερασμένο χέρι, σχεδόν, να χαϊδεύει το δικό του, που κρατούσε την τσάντα...
Ανατρίχιασε. Τραβήχτηκε απότομα. Η ματιά του έπεσε πρώτα κάτω, στα τρύπια της παπούτσια και στα βρώμικα μακριά ρούχα της, κι αμέσως τινάχτηκε, λες και έπεσαν πάνω του σοβάδες... Νευριασμένος σήκωσε το βλέμμα του, ενώ ήδη τα πόδια του είχαν στυλωθεί για να αλλάξουν θέση στο λεωφορείο, τότε είδε ένα δακρυσμένο γυναικείο βλέμμα, που κάτι του θύμισε, τον λύγισε, κρατήθηκε, δεν είπε τίποτα, προχώρησε μπροστά, παίρνοντας μαζί του την τσάντα του, το χέρι του, την περιφρόνησή του, και μη ξανακοιτάζοντας πίσω, παρέμεινε όρθιος κοντά στην πόρτα και στην αμέσως επόμενη στάση, ήταν δεν ήταν η στάση του σπιτιού του, κατέβηκε.
Το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα.
Νύχτα ήταν και χειμώνας.
Η γριά βρωμιάρα γυναίκα κατέβηκε τελευταία.
Εκείνο το βράδυ, χιόνισε πολύ.
Μετά από μια βδομάδα;
Δεν ξέρω.
Ο κόσμος έλεγε:
"Ζητιάνα βρέθηκε νεκρή απ' τα χιόνια, στο ύψος Τάδε.
Περπατούσε, περπατούσε, περπατούσε...
Ώσπου έφτασε στην άλλη ζωή και έμαθε, πως εκείνη τη νύχτα το παληκάρι της, έμαθε όλη την αλήθεια απ' την θετή του μητέρα. Ήταν το "χάδι" η αιτία και η βρωμιά, η αφορμή για ν' ανοίξει η συζήτηση και ύστερα το παληκάρι της, έκλαιγε, έκλαιγε και την έψαχνε για μέρες.
Δεν ξέρω. Ίσως, για να μαθευτεί και να συζητιέται εκείνη την εποχή, ίσως να πήγε και στην κηδεία της.
Δεν ξέρω. Μεγάλες γυναίκες μού την διηγήθηκαν κάποτε κι εγώ ήμουνα 21;
Δεν έχω φωτογραφία γι' αυτή την ανάρτηση.
Και να έχω, νομίζω, δε θα μπορέσει να καλύψει αυτή την πραγματική ιστορία.
Δεν έχω τίτλο γι' αυτή την ανάρτηση.
"Το χάδι της τσάντας..." δεν έχει ακρίβεια, γιατί ήταν κοντά το χέρι...
Κάτι άλλο... που υπήρξε κάποτε και ψευδόνυμό μου, ναι, θα ταίριαζε...
Αφιερωμένη αυτή η ανάρτηση στις μανάδες που πόνεσαν πολύ και σε όσες λείπουν απ' την ζωή.
Για τις άλλες, άλλη στιγμή, άλλη ανάρτηση με ευχές και ελπίδες, τόσο για τις ίδιες, όσο και για τα παιδιά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου