Τρίτη 7 Μαΐου 2019

9 - Κονταρίνης Διονύσης, ΗΠΑ - Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. 9


***


***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017

***
Κονταρίνης Διονύσης, ΗΠΑ

Με κεφαλλονίτικες ρίζες έχει γεννηθεί στην Πάτρα, μεγάλωσε στην Κέρκυρα και έχει ζήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση, σε νεανική ηλικία, στα παιδικά περιοδικά, Ελληνόπουλο και Θησαυρός των Παιδιών. Πριν τελειώσει το γυμνάσιο κάνει την εμφάνισή του στον χώρο της δημοσιογραφίας όπου την υπηρέτησε για πενήντα χρόνια. Παράλληλα για μια δεκαετία εργάστηκε και στον ελληνικό κινηματογράφο σαν σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Το 1969 μεταναστεύει στις ΗΠΑ όπου εργάζεται στην εφημερίδα ΠΡΩΙΝΗ και τα περιοδικά GREEK - AMERICAN - REVIEW και ESTIATOR. Παράλληλα συνεργάστηκε με τις εφημερίδες, Παροικιακός Λόγος, Σικάγου, Hellenic American News της Πενσυλβάνια και Πατρίδες του Καναδά. Το 1990 ανέλαβε την αρχισυνταξία του περιοδικού ESTIATOR μέχρι το 2007.
Συνεργάζεται με αρκετές ηλεκτρονικές εφημερίδες σε όλον τον κόσμο. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία. Την συλλογή ομογενειακών διηγημάτων, «Οι Άγκυρες», την ιστορική μελέτη, «Στα Χρόνια της Δόξας», το οδοιπορικό, «Η Γειτονιά του Κάστρου», και το ιστορικό μυθιστόρημα, «Οι Αντίθετοι». Αυτή την περίοδο δημοσιεύει πολιτικά άρθρα του στην Εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Προς το τέλος του 2001 με τον Βάϊο Φασούλα, Γερμανία και τον Γαβριήλ Παναγιωσούλη, ΗΠΑ, ξεκίνησαν με την ίδρυση μιας «Επιτροπής Πρωτοβουλίας» και αρχές του 2002 με δικαστική απόφαση πέτυχαν την ίδρυση της, Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων.
kondennis9@gmail.com
33-15 202nd street Bayside NY 11361 U.S.A.


Περιμένοντας τον Άι Βασίλη

.........
Από εκείνη την ημέρα ο Αντώνης ξεκίνησε τη δουλειά του. Στημένος μπροστά σε μια μεγάλη μηχανή όλη μέρα έκοβε λαμαρίνες και μετά τις έβαζε σε μια πρέσα και έφτιαχνε τα καλούπια. Πρώτη φορά στη ζωή του ο Αντώνης βρέθηκε να δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο. Λίγα γράμματα είχα μάθει κάτω στην πατρίδα και μ’ αυτά αγωνιζότανε και έβγαζε το μεροκάματο. Σαν βρέθηκε πίσω από τις μηχανές ένοιωσε τον φόβο να πλημμυρίζει το κορμί του. Κοίταζε τους άλλους γύρω του. Έβλεπε κάτι μεγάλους τροχούς να γυρίζουν δαιμονισμένα κάνοντας τρομερό θόρυβο. Κοιτούσε κάτι έμβολα που ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά χτυπώντας τα σίδερα που ήσαν κάτω τους. Τον τρέλαινε ο θόρυβος που έκαναν όλη μέρα τούτα δω τα μηχανήματα. Ένοιωθε ξένος
μέσα σε τούτο δω το περιβάλλον. Αισθανόταν όλα γύρω του να τον πνίγουν.
Σε κανέναν δεν μιλούσε ο Αντώνης. Κι όταν το μεσημέρι σταματούσαν για φαγητό αυτός αποτραβιόταν μόνος σε μια γωνιά, άνοιγε το κατσαρολάκι του που του είχε ετοιμάσει η Αντιγόνη κι ανόρεχτα έτρωγε με το βλέμμα του χαμένο στο άπειρο. Οι σκέψεις βασάνιζαν όλη μέρα το μυαλό του. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ζητούσε αυτός εκεί μέσα. Πώς και γιατί βρέθηκε σε μια ξένη χώρα, μακριά από το νησί του, τους δικούς του, τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας, που τόσο τη λάτρευε. Και περίμενε καρτερικά να έλθει το Σάββατο, να πάρει τα δολάρια και να τρέξει στο σπίτι του, στην Αντιγόνη και τα μικρά του και να τους δώσει τη χαρά. Τη χαρά του πατέρα, που σαν σκοπό έχει να βλέπει το χαμόγελο να λάμπει φωτεινό στα χείλια των παιδιών του. Κι εκεί μέσα, στο μικρό σπιτάκι προσπαθούσε να ομορφύνει και τη δική του ζωή με την αγάπη που αγκάλιαζε τα παιδιά του. Κι απόμενε να κάνει όνειρα. Πολλά και όμορφα όνειρα για τούτα τα τρία μικρά του. Να μεγαλώσουν. Να μάθουν γράμματα πολλά. Να γίνουν άνθρωποι χρειαζούμενοι στην κοινωνία. Να ξεφύγουν από τη μοίρα τη δική του.


**********
-Μαμά που είναι ο μπαμπάς; ρώτησε κάποια στιγμή ο μικρός Κωστάκης.
Η Αντιγόνη γύρισε και κοίταξε το παιδάκι με δακρυσμένα μάτια. Του χάιδεψε λίγο τα μαλλιά του.
-Έρχεται αγόρι μου, του ψιθύρισε προσπαθώντας να πνίξει τους λυγμούς της. Όπου να ’ναι θα ’ρθει.
Σε λίγο ο Χάρη σηκώθηκε. Έκανε νόημα στην Αντιγόνη να τον ακολουθήσει και παίρνοντας τα παιδιά από το χέρι μπήκαν στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησαν.
Μέσα από τους δρόμους του Μπρούκλιν προχώρησαν προς το αεροδρόμιο, βγήκαν σε κάποια έξοδο και βρέθηκαν μπροστά σε ένα νοσοκομείο. Ο Χάρη μίλησε με τις νοσοκόμες που ήσαν στην αίθουσα υποδοχής και μετά γύρισε στην Αντιγόνη. Της έδωσε ένα χαρτάκι με το νούμερο κάποιου δωματίου και προσπάθησε να της εξηγήσει πώς να πάει. Αυτός κάθισε στην αίθουσα αναμονής με τα παιδιά και περίμενε. Πήρε στην αγκαλιά του τη μικρή Ρηνιώ που δεν είχε σταματήσει να κλαίει και βάλθηκε να τη χαϊδεύει για να την ηρεμήσει.
Η Αντιγόνη κατάφερε να βρει το δωμάτιο. Άνοιξε την πόρτα κι έμεινε άφωνη εκεί στο άνοιγμά της. Μέσα στο δωμάτιο, πάνω σ’ ένα κρεβάτι, ο Αντώνης ήταν ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά και ανάσαινε βαριά. Τα δυο του χέρια ήσαν τυλιγμένα σ’ ένα σωρό επιδέσμους. Η Αντιγόνη είχε απομείνει στο άνοιγμα της πόρτας και τον κοιτούσε ενώ κάποιοι λυγμοί τάραζαν το στήθος της.
Πνιγμένη σ’ αυτές τις σκέψεις των περασμένων ημερών, η Αντιγόνη είχε απομείνει εκεί, μπροστά στο παράθυρο με τη μικρή Ρηνιώ στην αγκαλιά της.
-Μαμά. Θα ’ρθει ο Άι Βασίλης απόψε; ακούστηκε πλάι της η
φωνή του μικρού Κωστάκη.
Η Αντιγόνη ανακάθισε στην καρέκλα της σαν να συνήλθε ξαφνικά από τις σκέψεις της και γύρισε προς το μέρος του. Έξω είχε πάρει να σκοτεινιάζει. Το χιόνι, στροβιλίζονταν σ’ ένα τρελό χορό, έπεφτε πυκνό. Λιγοστοί οι διαβάτες σχεδόν έτρεχαν για τα σπίτια τους. Έμοιαζαν να βιάζονται για να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο που ερχόταν.
-Μαμά. Σε ρώτησα αν θα ’ρθει ο Άι Βασίλης, είπε ξανά ο μικρός Κωστάκης.
Η Αντιγόνη έμεινε για λίγο άφωνη. Σαν τι τάχα μπορούσε να του πει; Βδομάδες τώρα ο πατέρας τους βρισκόταν στο νοσοκομείο να παλεύει κι αυτοί εδώ ζούσαν με την αγάπη και την καλοσύνη του Χάρη. Οι συγγενείς του Αντώνη ούτε που πέρασαν για να ρωτήσουν. Ποιος Άι Βασίλης να ’ρθει για τούτα τα μικρά;
-Θα τον περιμένουμε αγόρι μου, του είπε η Αντιγόνη προσπαθώντας να πνίξει το κλάμα της. Θα τον περιμένουμε. Και ποιος ξέρει; Μπορεί να μας θυμηθεί κι εμάς.
Ένα χτύπημα στην πόρτα την έκαμε να πεταχτεί φοβισμένη. Τα μικρά παιδάκια φοβισμένα και τα τρία κοίταξαν την μητέρα τους. Η Αντιγόνη άφησε από την αγκαλιά της τη μικρή Ρηνιώ και με τον φόβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της; πήγε να ανοίξει. Στο άνοιγμα της πόρτας ξαφνιάστηκαν όλοι. Ένας Άι Βασίλης με τα κόκκινα ρούχα του, με τον σκούφο του και τα πυκνά γένια του στεκόταν εκεί μπροστά τους. Στα χέρια του κρατούσε μια μεγάλη σακούλα γεμάτη με πολύχρωμα πακέτα.
-Merry Christmas! Happy New Year!! φώναξε με μια ψεύτικη βροντερή φωνή. Χο! Χο! Χο! και προχώρησε προς τα μέσα.
Χάιδεψε τα μικρά παιδιά που τον κοιτούσαν σαν χαμένα. Έσφιξε το χέρι της Αντιγόνης που κι αυτή τον κοιτούσε με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Τα τρία παιδάκια
με χαρούμενα ξεφωνητά ρίχτηκαν στα πακέτα και τις σακούλες και άρχισαν να τα αδειάζουν. Ο Άι Βασίλης τα κοιτούσε κι έμοιαζε να αγκαλιάζει όλη αυτή τη χαρούμενη σκηνή που έβλεπε γύρω του και που αυτός την είχε φτιάξει. Πλησίασε την Αντιγόνη και στάθηκε μπροστά της. Κι αυτή τον κοιτούσε με μια απέραντη ευγνωμοσύνη ζωγραφισμένη στα μάτια της.
-I have good news for you. Tomorrow Antonis will come home της είπε και της έσφιξε το χέρι.
Στα μάτια της άστραψαν δυο δάκρυα. Του έσφιξε κι αυτή το χέρι.
-Σ’ ευχαριστώ Χάρη, ψιθύρισε μέσα από το κλάμα της.
Με αργά βήματα ο Άι Βασίλης προχώρησε προς την πόρτα και βγήκε. Μαζί του προχώρησε και η Αντιγόνη και στο πρόσωπό της ζωγραφιζόταν ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Κι αυτός προχώρησε προς το διαμέρισμά του. Πριν ν’ ανοίξει την πόρτα για να μπει γύρισε προς το μέρος της. Σήκωσε το χέρι του και την χαιρέτησε χαμογελώντας.
-Happy New Year, Antigoni.
Και μπήκε μέσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου