Τρίτη 7 Μαΐου 2019

13 - Παναγιωσούλης Γαβριήλ, ΗΠΑ - Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. 13


***


***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Παναγιωσούλης Γαβριήλ, ΗΠΑ
Ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης γεννήθηκε στην Πύλαρο Κεφαλλονιάς, το 1933, μεγάλωσε στην κοινωνία της παγκοσ-μιότητας, γυρνώντας σα ναυτικός όλο τον κόσμο. Σήμερα ζει με την οικογένειά του στην Νέα Υόρκη από όπου μετα-νάστευαν από την Γουατεμάλα, όπου ζούσαν. Είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Επιτροπής Πρωτοβουλίας για την Ένωση Ελλήνων Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων. Έχει πάρει μέρος με γραπτά του στις προηγούμενες Ανθολογίες της ΕΕΛΣΠΗ, επίσης έχει εκδώσει και αρκετά βιβλία, δυο από αυτά στην Αθήνα.
panagiosoulis@gmail.com
Γαβριήλ Παναγιωσούλης 2718 Gifford Ave. Bronx, New York 10465

Ο Φοίνικας
Όχι άνθρωπέ μου, όχι δεν μας ενδιαφέρουν τα βιβλία σου, οι ατομικές ιστορίες σου. 'Ολοι μας έχουμε ο καθένας τις δικές του! Άντε λοιπόν να γράψεις καμιά νουβέλα, να δακρύσει κάνα γυναικείο μάτι, να τις πουλήσεις βρε αδερφέ, να κάνεις και χαρτζιλίκι, Νέα Υόρκη είναι αυτή.
-Μα κυρία μου…, εγώ δεν γράφω ατομικές ιστορίες. Απλώς παρατηρώ την ανθρώπινη συμπεριφορά. Μετρώ τα φτερουγίσματα της μύγας πριν πιθώσει τ’ αυγά της σ’ ένα ώριμο σύκο. Ακολουθώ το μονοπάτι των μερμηγκιών, παρατηρώ τα κομμένα φύλλα, σκοτώνω την μοναξιά μου με το να ονειρεύομαι, αναζητώ αυτό που ο πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει. Ένα ξεφύλλισμα μαργαρίτας, μια κόκκινη παπαρούνα, ένα μπουμπούκι που ανοίγει, μια μυρωδιά καμένου ξύλου, ένα καπνό από καπνοδόχο. Όχι, δεν πρόκειται να εκλεχθεί πάπας αλλά ένα φαγητό από παδέλα με σπιτίσια γεύση. Μια τσίγκινη σκεπή που ν’ ακούγεται η βροχή, εκεί όπου υπάρχει ένας κρυφός πόθος, μια ματιά, έναν άγγελο κάτω στη γη. Μα κι αυτή η μοναξιά πόσο με απομονώνει, θεέ μου, τόσο ακατανόητος είμαι;
-Αν το χαρτί είχε ψυχή θα ήταν μουσκεμένο, αλλά αυτό με γνωρίζει αγαντάρει ό,τι και να του βάλω, πάλι, δεν ξέρω, λέ-τε να έχει ψυχή;
Μετά, μοιάζει με καθρέφτη, ένα χαρτί που πάνω του καθρεφτίζεσαι. Όχι! Οι άλλοι δεν το βλέπουν αλλά εσύ το κοιτάς και αναγνωρίζεις τον άνθρωπο ο οποίος είναι ο εαυτός σου, φτάνει πια, το πρωτότυπο έγινε ατομικό. Το ξέσπασμα της μοναξιάς μου κουρελιασμένο, τυλιγμένο σε μια κόλα χαρτί. Θεέ μου, οι τόσοι και τόσοι άνθρωποι που κάναμε παρέα, οι δεκάδες, οι εκατοντάδες, χάθηκαν, φύγανε, η τσίγκινη σκεπή ερήμωσε, συνεπαίρνοντας και τους αγγέλους, κι εγώ κάθε στιγμή αισθάνομαι τους αόρατους ανθρώπους, που μόνο στην φαντασία μου έχουν μείνει, παρέα με αυτούς σαν φοίνικας ξανάρχομαι στη ζωή και τότε μαζευόμαστε πολλοί.
- Όχι, επιμένω, όχι! Μόνο η πένα και το χέρι που την κινεί είναι ατομικά. Τα γεννοβολήματά της, μαζικά, πρωτότυπα, ανθρώπινα, παγκόσμια, είναι αυτά που μένουν όταν εμείς θα έχουμε φύγει…
Ένας σταθμός, στο Πουθενά
Το τραίνο σφύριζε ένα συρτό ουρλιαχτό, η ατμομηχανή ξέρναγε καπνό, κόκκοι μαύρης κάπνας αιωρούνταν στον αέρα και κόλλαγαν στα ιδρωμένα πρόσωπα των ανθρώπων αυτών που ταξίδευαν. Άνθρωποι του λαού, με μπογαλάκια στην πλάτη τους, με δίχτυα από τροπικά φρούτα, με μπανάνες, με κοτόπουλα δεμένα από τα πόδια, άλλα σε κλουβιά, τα οποία έσκουζαν λες και τους έβανες το μαχαίρι στο λαιμό, όλοι αυτοί πήγαιναν για την πρωτεύουσα, ή τους ενδιάμεσους σταθμούς. Ο χώρος στο δάπεδο του βαγονιού ήταν γεμάτος από τα συμπράγκαλα αυτά, που ανάμεσά τους πηδούσαν
γυναίκες πουλώντας μαύρο καφέ με ζάχαρη ή ζεστό κακάο. Οι επιβάτισσες γυναίκες είχαν δεμένα με φασκιές στην πλάτη τα μωρά τους, όταν καθόταν, αν υπήρχε κάθισμα, τα έφερναν μπροστά στο στήθος τους, άνοιγαν την σχισμή της μπλούζας τους και τα βύζαιναν, ώστε να σταματήσουν το κλάμα. Οι άντρες με τα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα τους έκρυβαν το λιγοστό φως που υπήρχε στο βαγόνι. Ακουγόταν ο ρυθμικός χτύπος της ατμομηχανής και από τα παράθυρα φαινόταν ο ασπρόμαυρος καπνός που έτρεχε κι αυτός αντίθετα από το τραίνο.
Καθισμένος στριμωγμένος σ’ ένα ξύλινο παγκάκι ονειρευόμουν τον εαυτό μου πρωταγωνιστή καουμπόικης ταινίας του περασμένου αιώνα και όλοι αυτοί οι συνταξιδιώτες μου κομπάρσοι· ήμουν ο πρωταγωνιστής, και περιέργως αισθανόμουν ευτυχισμένος. Το άγνωστο, το απρόοπτο μ' ενθουσίαζε, καθώς οι συνεπιβάτες μου με κοίταζαν περίεργα, έβλεπα τον εαυτό μου να ξεχωρίζει, ίσως να με θεωρούσαν κανένα ιεροκήρυκα Ευαγγελιστή, από αυτούς που αφθονούν σε αυτά τα μέρη, οι οποίοι πασχίζουν να σώσουν τις ψυχές των ιθαγενών ή ας πούμε κανένα ανθρωπολόγο, που ψάχνει να βρει στάχτες και κόκκαλα. Κανείς δεν ήξερε ότι ο προορισμός μου ήταν ένας σταθμός στην τροπική ζούγκλα, στο μέσον του πουθενά.
Εκεί με περίμενε η Ούλντα για να ζήσουμε μακριά από το μίασμα του πολιτισμού μας, όπως οι πρωτόπλαστοι. Ήταν αυτή η απλότητα, αυτή η ελευθερία σώματος και νου, να τα κουμαντάρεις όπως εσύ θέλεις, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς την έγνοια του αύριο, αλλά να ζεις μόνο για το σήμερα, ήταν αυτό που με ενθουσίαζε. Ήταν μια καινούργια ζωή, έτσι όπως την έπλασε ο πλάστης, κάτι σαν τον κήπο της ΕΔΕΜ χωρίς τον απαγορευμένο καρπό, μα και χωρίς το φίδι. Τα μόνα που ήταν οι νυχτερίδες τη νύχτα πετούσαν γύρω μας, λες και ήταν ψυχές, μετά τα όρνεα αυτά τα πουλιά έκαναν κάθετες εφορμήσεις σε οτιδήποτε κινούταν κι ένας γείτονας, οπαδός μιας θρησκευτικής αίρεσης, μας έφερε πεσκέσι κρέας από αγριογούρουνο που είχε σκοτώσει. Α! Ναι, υπήρχαν και ιγκουάνα, αυτά τα άκακα ζώα. Οι ντόπιοι μας κάλεσαν σε τραπέζι, την φάγαμε κοκκινιστή με 'ατσιότε', κάτι σαν πάπρικα.
Μετά τα ψάρια της λίμνης, άφθονα, σκάβαμε στις ρί-ζες από μπανανιές βγάζαμε σκουληκάκια για δόλωμα, όσα ψάρια μας περίσσευαν τα κάναμε λιαστά με αλάτι. Για νερό αποβραδίς ανοίγαμε έναν λάκκο, τον σκεπάζαμε με φύλλα μπανανιάς, το πρωί ήταν γεμάτος γάργαρο τρεχούμενο νερό.
Τις νύχτες τ’ αστέρια μας έστελναν το φως τους σαν ουράνιες πυγολαμπίδες κι εγώ έβλεπα τον κόσμο μου στις θάλασσες των ματιών της. Ο ήλιος στην αρχή της ημέρας μας θώπευε, μετά μας τσουρούφλιζε, οι φυλλωσιές των δένδρων μας προστάτευαν, τα ρυάκια μας δρόσιζαν. Οι σταγόνες της βροχής χάραζαν στα μάγουλά μας την υπογραφή μιας παντοτινής αφοσίωσης.
Η φωλιά μας ήταν ο παράδεισός μας. Αυτή η πράσινη ευτυχία είχε γεμίσει τις καρδιές μας. Πόσο καιρό κράτησε μα μόνο τρεις μήνες, μετά αποζήτησα τον πολιτισμό, την μολυσμένη ατμόσφαιρα, την ηχορύπανση, τον ηλεκτρισμό, τους ανθρώπους, τα πάθη τους.

Ο Α ρ ι θ μ ό ς

Περπατώντας την ανηφόρα της ζωής μου, κάποια στιγμή σταμάτησα ν’ ανασάνω. Ο κόσμος βάδιζε δίπλα μου αδιάφορος, τα λεωφορεία γεμάτα κόσμο έμοιαζαν σαν τεράστιες κινούμενες κιβωτοί, περνούσαν πολύ κοντά μου, σχεδόν με άγγιζαν, τ’ αυτοκίνητα κορνάριζαν, κι εγώ σαν αποβλακωμένος άνοιγα το στόμα μου να πάρω μια πιο βαθιά
ανάσα, να γεμίσω τα πνευμόνια μου με αέρα από βρώμικες αναπνοές ανακατωμένες με καυσαέριο, για να μπορώ να συνεχίσω το περπάτημά μου. Ο εαυτός μου πήγαινε για μπάρκο στα γραφεία της κάτω πόλης της Νέας Υόρκης. Είχε βγει φήμη στην πιάτσα των ξέμπαρκων στον 47ο δρόμο, ότι ένα βαπόρι έκανε πλήρωμα. Είχα πάρει την διεύθυνση εκεί κάπου στο Broadway.
Ο υπόγειος γεμάτος ανθρώπους, ο κόσμος πολύς...με συνεπαίρνουν με σπρώχνουν, ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα μέσα. Οι πόρτες κλείνουν, χέρια σηκωμένα κρατώντας τις χειρολαβές, σάρκες πλαδαρές, μασχάλες που βρωμούν, κορμιά χοντρά, αδύνατα σαρδελοποιημένα. Ανοίγει η πόρτα με σπρώχνουν έξω, αναπνέω την δροσιά του ποταμού, παίρνω θάρρος, πατώ το χρυσό κουμπί στον ανελκυστήρα. Να τα εφοπλιστικά γραφεία! Μπαίνω λαχανιασμένος:
-Ζητώ δουλειά! Άκουσα ότι ζητάτε πλήρωμα, θαλαμηπόλο. Λοιπόν, εδώ είμαι, είπα.
Ούτε ρώτησα μισθό συνήθως σου έλεγαν συλλογική σύμβαση... ούτε τη σημαία του πλοίου, μου είπαν. Το όνομα του Βαποριού, Εβυσίνθια, του Μαρκεσίνη, Κεφαλλονίτικο, ούτε αν ήταν στο Ν. Α. Τ. Αυτό που ήθελα ήταν δουλειά.
-Ναι βεβαίως χρειαζόμαστε πλήρωμα. Αλλά με κοίταξε έτσι κάπως παράξενα, θα με είδε μικροκαμωμένο, αδύνατο, μπακανιάρη σκέφτηκα. Αλλά, μου λένε στο γραφείο:
-Πρέπει να μπαρκάρεις υπό δοκιμή κι αν αρέσεις του καπετάνιου τότε θα σε βάλει Chief Steward,
-Ε! όχι κι έτσι είπα, δεν γίνεται. 'Εφυγα και γύρισα στο ξενοδοχείο.
Ο χρόνος των 29 ημερών άδειας παραμονής με πίεζε, έψαχνα για διέξοδο. Βλέπω στη σημερινή εποχή στις γωνίες των δρόμων της Νέας Υόρκης, και ειδικώς έξω από τις μάντρες οικοδομικών υλικών τους λαθραίους, ως επί το πλείστων Μεξικάνους, να σε κοιτούν στα μάτια και να σε ρωτούν αν χρειάζεσαι εργάτες. Όχι, δεν σου ζητούν ασφάλεια ούτε
την ανύπαρκτη ασφάλεια ασθενείας ή δικαιώματα σωματείου. Απλώς ένα μεροκάματο. Θυμήθηκα μπουλούκια από εμάς ναυτικούς που κατεβαίναμε στα γραφεία της κάτω πόλης του Μανχάταν, μπαίναμε και ρωτούσαμε, we are looking for employment! Και όχι μόνο στα ελληνικά εφοπλιστικά αλλά και στα ξένα, συνήθως ολλανδικά ή σκανδιναβικά και πειρατικά, όχι σε αμερικάνικα γιατί αυτά είχαν σωματείο!
Η Νέα Υόρκη ήταν πόρτο-μαρίνα δεκαετίες του 1950-60 κι εμάς, σαν ανεπιθύμητους, μας κυνηγούσε και η μεταναστευτική υπηρεσία. Έτσι έζησα πολλά χρόνια, τα οποία έχουν αφήσει ίχνη πεζοδρομίου που δεν μου επιτρέπεται να τα ρίξω στη λήθη του παρελθόντος. Είναι το δικό μου πανεπιστήμιο. Τότε χάνεται ένα κομμάτι του εαυτού μου. Παίρνοντας ως παράδειγμα την τότε ζωή, βλέπω ότι τότε είμαστε εμείς, οι λαθραίοι, οι ζητιάνοι, σήμερα είναι οι λατινοαμερικάνοι, αύριο κάποια άλλη φυλή, ο κύκλος της ζωής για να ολοκληρωθεί μια σε φέρνει από κάτω μια από πάνω.
Τα χρόνια πέρασαν· διαβήκανε· ο καθένας μας κάπου έβαλε ρίζες, άνθισε κλαριά, με κοπιαστική εργασία ήρθε μια αναγνώριση στην θετή πατρίδα. Επιτέλους έγινες ένας νόμιμος αριθμός.
Το κατεστημένο σε αναγνωρίζει μόνο με τον αριθμό σου. Εκεί πρόσθεσαν και τον δικό σου, σ’ ένα καζάνι όπου βράζει η αφομοίωση. Ό, τι και να έχεις περάσει στη χώρα που ζεις, ό, τι και να έχεις προσφέρει για την κοινωνία, δεν είσαι γι’ αυτούς παρά ένας αριθμός μ’ ελληνική προφορά, τόσο ελληνική που σε ξαναρωτούν για να σιγουρευτούν ότι είσαι ένας νόμιμος αριθμός, ένας αριθμός χαμένος μέσα σε τόσους άλλους, άγνωστους αριθμούς. Κι όταν πεθάνεις, πεθαίνει ένας αριθμός.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου