Τρίτη 7 Μαΐου 2019

15 - Πιπέρης Νίκος, Αυστραλία - Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. 15


***

***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***

Πιπέρης Νίκος, Αυστραλία

Ο Νίκος Γ. Πιπέρης γεννήθηκε στο χωριό Καρνεζέικα Ναυπλίου. Τελείωσε το Γυμνάσιο στο Ναύπλιο το 1955 και ένα χρόνο αργότερα μετανάστευσε στη Μελβούρνη Αυστραλίας. Εκεί δούλεψε ως εργάτης σε διάφορες βιομηχανίες, και το 1958 άρχισε σπουδές στο Τμήμα Μηχανολογίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μελβούρνης, (RMIT) και το 1963 αποφοίτησε με το πτυχίο μηχανολόγου μηχανικού. Εργάστηκε για εννέα χρόνια ως μηχανολόγος σε αεροναυτική βιομηχανία πολεμικών αεροσκαφών και το 1972 επέστρεψε οικογενειακώς στην Ελλάδα για μόνιμο επαναπατρισμό. Ύστερα από ένα χρόνο γύρισε και πάλι στην Αυστραλία και εργάστηκε για τα επόμενα δεκαεννέα χρόνια ως διευθυντής τμημάτων παραγωγής σε εταιρεία πολεμικής βιομηχανίας.
Η αγάπη του για την ποίηση, και τη λογοτεχνία γενικά, άρχισε από τα μαθητικά του χρόνια και δημοσίευσε τις πρώτες του εργασίες στις τοπικές εφημερίδες του Ναυπλίου
Τα θέματά του έχουν συνήθως σχέση με τη μετανάστευση, και με τον αγώνα του μετανάστη για τον επαναπατρισμό του. Με την ελληνική φύση, με την αγάπη, τη χαρά την ευτυχία. Μέσα από τη δουλειά του αναδύεται ένα πικρό, μελαγχολικό αλλά και αισθησιακό τραγούδι για τα χαμένα ιδανικά της σημερινής ζωής.
Έργα του είναι:
«Το χρώμα της χαράς» Ποιήματα, Μελβούρνη 1997
«Εδώ κι εκεί» Διηγήματα, Μελβούρνη 2002.
«Πυγολαμπίδες των Ονείρων», Ποιήματα, Μελβούρνη 2010.
«Θάλεια» Μυθιστόρημα» Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 2013.
«Όταν θα ’ρθει το ποτάμι…» piperis.nick@gmail
Nikos Piperis 49, Flowerdale Rd. Glen Iris VIC 3146 Australia

«Όταν θα ’ρθει το ποτάμι…»

Ο χ ι ά

Η Χριστίνα από μικρή φοβότανε τα φίδια. Περισσότερο απ’ όλα τα φίδια φοβότανε τις νεροφίδες που φώλιαζαν στις σκοτεινές και υγρές τρύπες, στις όχθες του ποταμιού. Όποιος είχε θάρρος να πλησιάσει και να κοιτάξει μέσα, θα έβλεπε τα μάτια τους να αστράφτουν παράξενα σαν σπίθες μέσα στο σκοτάδι και τη διχαλωτή γλωσσίτσα τους να μπαινοβγαίνει απειλητικά απ’ το στόμα τους. Πότε πότε, έλεγε ο Στάθης που ήταν ο πιο γενναιότερος απ’ όλα τ’ άλλα παιδιά κι έμπαινε θαρραλέα στους βαθιούς νερόλακκους του ποταμιού να πιάσει νεροχελώνες και βατράχια, θα έβλεπε τις γλώσσες τους να ξεπετάγονται σαν αστραπές να κατατρομάξουν κάποιο βατραχάκι που είχε την ατυχία να βρεθεί κοντά στους κρυψώνες τους κι ύστερα να τ’ αρπάξουν με το μεγάλο τους στόμα και να το ακινητοποιήσουν με το φαρμάκι τους. Όταν στα μέσα του καλοκαιριού το ποτάμι λιγόστευε και γούρνιαζε εδώ κι εκεί, έβγαιναν και γλιστρώντας στην επιφάνεια του νερού, κυνηγούσαν διάφορα έντομα και σκορπούσαν συγχρόνως φόβο και τρόμο στα παιδιά που τσαλαβουτούσαν στους λάκκους.
Και τις οχιές. Τα κοντά, χοντρά φίδια με το ζιγκ ζαγκ χρωματισμό και το κέρατο στην άκρη του κεφαλιού τους. Όταν πήγαιναν στο χωράφι τους, στην Πάνου Λάκκα, με τα λιθάρια και τα παλιοχόρταρα στοιβαγμένα ένα γύρω, να μάσουν τις ελιές, τις έβλεπε συχνά να λιάζονται στο χινοπωριάτικο ήλιο κουλουριασμένες πάνου στις σταχτιές, λειχηνιασμένες πλάκες. Στο αντίκρισμά τους την έλουζε κρύος ίδρωτας κι έτρεμε σύγκορμη. Θυμάται και τα λόγια της συγχωρεμένης της γιαγιάς της: ‘Όποιον δαγκώσει το φιδάκι, βάλτου κερί και λιβανάκι’.
Στο Σικάγο που ζούσε από χρόνια τώρα έβλεπε κάποιους που είχανε κάτι φίδια μέχρι και δυο μέτρα μακριά. Τα είχανε στα σπίτια τους σαν φίλους, ‘πετ’ τα λέγανε στ’ αγγλικά και πολλοί τα έπαιρναν μαζί τους όπου πήγαιναν, κουλουριασμένα γύρω στο σώμα τους. Είχε ακούσει, μάλιστα, ότι τα βράδια κοιμόντουσαν μαζί στα ίδια κρεβάτια. Η σκέψη ότι θα άγγιζε ένα τέτοιο φίδι κι ακόμα περισσότερο, ότι θα το έπαιρνε αγκαλιά στο ίδιο της το κρεβάτι να κοιμηθούνε μαζί, της έφερνε πανικό. Στένευε ο λαιμός της και δεν μπορούσε να ανασάνει.
Δεν τα φοβόταν μόνον. Τα σιχαινόταν. Μια φορά είδε κάποιον στο Σικάγο που τηλεφωνούσε από έναν δημόσιο τηλεφωνικό θάλαμο. Ήτανε γυμνός απ’ τη μέση και πάνου κι είχε ένα από κείνα τα κιτρινόμαυρα φίδια κουλουριασμένο γύρω στη μέση του. Το φίδι παρέμενε ακίνητο, σαν πολύχρωμο σελάχι γύρω στην κοιλιά του. Δεν μπόρεσε να ελέγξει την ναυτία που ξαφνικά την κυρίεψε κι έκανε εμετό εκεί στο πεζοδρόμιο.
Και τα απεχθανόταν. Ίσως γι’ αυτό τον παρομοίαζε κι εκείνον με φίδι, γιατί τον αντιπαθούσε κι αυτόν το ίδιο δυνατά. Στην εκτίμησή της ήτανε κι αυτός ένα σωστό φίδι. Μια νεροφίδα, ένας αστρίτης, που το μαζώνεις στο σπίτι σου, το ταΐζεις, το ποτίζεις, το παίρνεις στο κρεβάτι σου, τ’ αγκαλιάζεις και ως αντάλλαγμα σε χτυπάει με το κεντρί του, σε φαρμακώνει, την ώρα που δεν προσέχεις, δεν έχεις το νου σου. Την ώρα που του έχεις πλήρη εμπιστοσύνη.
«Τόσα χρόνια που έζησα μαζί του, πώς πέρασαν, θεέ μου. Αυτή ήταν η τύχη μου, το τυχερό μου».
Στη σκέψη αυτή τα μάτια της Χριστίνας πλημμύρισαν δάκρυα. Πήρε τη λευκή πετσέτα που ήτανε μπροστά της, πάνου στο τραπέζι, ανάμεσα στα ποτήρια και τα πιάτα και σκούπισε τα μάτια της, με προσοχή χωρίς να την δουν οι άλλοι της παρέας, προσηλωμένοι καθώς ήτανε στους χορευτές που λικνίζονταν στην πίστα στον έξαλλο ρυθμό ενός ανατολίτικου τραγουδιού. Ο άντρας της ο Πωλ δε φαινόταν πια στην πίστα, όπου χόρευε πριν από λίγο με κάποια νεαρή γυναίκα. Τον είχε χάσει από ώρα τώρα μέσα στην πολυκοσμία του κέντρου.
Ζήτησε συγγνώμη απ’ την παρέα και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της. Ήθελε να πάει στην τουαλέτα, να διορθώσει το μακιγιάζ που σίγουρα θα είχε μουτζουρωθεί απ’ τα δάκρυά της, αλλά, το σπουδαιότερο, να μείνει για λίγο μόνη, να ξαναβρεί τον εαυτό της.
Δεν έκανε σύγκριση με εκείνες που χωρίζουν ή με εκείνες που τρέχουν κάθε τόσο στην αστυνομία ή στ’ άσυλα προστασίας θυμάτων οικογενειακής βίας. Ούτε με εκείνες που είναι τόσο φτωχές που δεν μπορούν ούτε το νοίκι τους να πληρώσουν, με εκείνες που η οικονομική τους κατάσταση δεν τις επιτρέπει ούτε την παραμικρή πολυτέλεια, ούτε ένα σοκολατάκι, που λέει ο λόγος. Το τυχερό το δικό της ήτανε μια απόλυτη ειρωνεία, μια σκέτη καταστροφή, ένα ακατανόητο παράδοξο, τα είχε όλα, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε τίποτα. Κι η αιτία ήταν εκείνος. Ο άντρας της ο Παύλος. Πωλ τον λέγανε στην Αμερική και Πωλ του είχε μείνει ακόμα και στο χωριό που έρχονταν οι δυο τους ταχτικά τα τελευταία χρόνια, όπως είχανε κάνει και φέτος.
Στην αρχή, όταν πρωτοπήγε στην Αμερική, τότε που έφυγε να πάει νύφη στο Σικάγο, έκαναν πολύ καιρό να επιστρέψουν. Αμερική άκουγε ο κόσμος και τρέχανε τα σάλια τους. Πώς να βρισκόταν τρόπος να πάνε όλοι στην Αμερική! Πλούσια τα ελέη του Κυρίου στην Αμερική. Λέγανε ιστορίες που έκαναν τα μάτια των συνομιλητών τους να ανοίγουν διάπλατα και τις καρδιές τους να γοργοχτυπάνε σαν να είχανε κερδίσει το λαχείο.
«Μη το σκέφτεσαι καθόλου, κόρη μου», είχε πει η θεία της η Αγγελικώ. «Να το αποφασίσεις, μάτια μου και να πας. Κι ο Παύλος είναι καλός, θα περάσεις καλά μαζί του. Είσαι τυχερή που σε ζήτησε. Ούτε προίκα, ούτε τίποτα. Τριακόσιες χρυσές ζητάνε οι γαμπροί τούτες τις μέρες. Πού να τα βρούνε οι γονείς σου! Εδώ αν κάτσεις, τι θα κάνεις; Θα σε φάει η ερημιά, μάτια μου, θα μαραζώσεις. Εγώ, αν ήμουνα στη θέση σου, δε θα το σκεφτόμουνα καθόλου, δε θα το σκεφτόμουνα καθόλου».
Έτσι πήρε το αεροπλάνο και μια ωραία πρωία έφτασε, νύφη, στο Σικάγο.
Ήταν όμορφη η Χριστίνα, ψηλή και λυγερή κι έφερνε μαζί της τη λαμπράδα και τη ζεστασιά του ελληνικού καλοκαιριού, τη φρεσκάδα και την ηρεμία της ελληνικής υπαίθρου.
Ο Πωλ ενθουσιάστηκε απ’ την πρώτη στιγμή που την είδε. Δεν είχαν ιδωθεί για οχτώ χρόνια, από τότε που τον κάλεσε ο θείος του στην Αμερική κι εκείνη ήταν ακόμα μικρούλα, μόλις δέκα χρονών. Και τώρα την αντίκριζε στην πλήρη εφηβεία της, όμορφη σαν τριαντάφυλλο. Δε δίστασε να της υποσχεθεί όλα τα καλά του κόσμου. Σαν πριγκίπισσα θα την είχε, βασίλισσα της καρδιάς του θα την έκανε και πολλά παρόμοια κλισέ που έλεγε κι επαναλάμβανε κάθε τόσο και λιγάκι.
Ο Πωλ είχε την οικονομική άνεση να κρατήσει, τουλάχιστον, τις υλικές υποσχέσεις του. Ο θείος του τον βοήθησε να ανοίξει δικό του εστιατόριο σε μια πλούσια γειτονιά του Σικάγο. «Καρυάτιδες» το είχε ονομάσει. Δεν άργησε να γίνει ένα απ’ τα κοσμικότερα και πολυτελέστερα ρεστοράν της πόλης, φημισμένο για την εξυπηρέτηση και την εκλεκτή ελληνική κουζίνα του. Έφερνε τους καλύτερους μαγείρους απ’ την Αθήνα και τους ακριβοπλήρωνε. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη.
Οι πελάτες έρχονταν απ’ όλες τις συνοικίες της πόλης. Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που χρειαζότανε να κλείσουν το τραπέζι τους εβδομάδες μπροστά.
Τα οικονομικά του Πωλ εξελίσσονταν κάθε μέρα και καλύτερα. Οι επενδύσεις του σε άλλες επιχειρήσεις και σε μετοχές αυξάνονταν. Το μόνο που του έλειπε τώρα ήταν ένας μόνιμος σύντροφος, μια σύζυγος.
Είχε ακούσει πολλά και καλά λόγια για τη Χριστίνα Καλογερόπουλου απ’ το διπλανό χωριό. Ο θείος και η θεία του είχανε στενές σχέσεις με την οικογένειά της. Κάθε φορά που ταξίδευαν στην Ελλάδα επισκέπτονταν τους παλιούς τους φίλους, τον Κώστα και την Φιλιώ Καλογερόπουλου και περνούσαν αρκετές μέρες μαζί. Έβλεπαν τη Χριστίνα να μεγαλώνει, να ομορφαίνει και να ωριμάζει. Έκαναν την πρόταση και χωρίς καλά, καλά να το καταλάβει η Χριστίνα βρέθηκε στην Αμερική.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Η Χριστίνα ήταν η αγαπημένη του Πωλ, η λατρεία του, η νέα του θρησκεία. Την παρουσίασε σε όλους τους φίλους και στους στενούς συνεργάτες του. Την πρόβαλε στην αμερικανική κοσμική κοινωνία. Διοργάνωσε προς τιμή της τα πιο εξαιρετικά πάρτι με εκλεκτούς καλεσμένους που άφησαν εποχή στα κοινωνικά χρονικά όχι μόνο της ελληνικής παροικίας του Σικάγο, αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας.
Με τον καιρό, όμως, το ενδιαφέρον του για τη Χριστίνα άρχισε να ατονεί. Είχανε περάσει κοντά δυο χρόνια από τότε που παντρεύτηκαν, αλλά η Χριστίνα δεν έμενε έγκυος. Ο Πωλ μια μέρα ψιθύρισε κάτι για ‘στειρότητα’ κι άφησε να υπονοηθεί ότι το πρόβλημα ήτανε με τη Χριστίνα. Πρότεινε να υποβληθούν σε εξετάσεις κι οι δυο. Η Χριστίνα διάλεξε να πάει πρώτη αυτή κι αργότερα, αν ήταν αναγκαίο, ο Πωλ. Οι εξετάσεις της Χριστίνας βγήκαν αρνητικές. Δεν υπήρχε πρόβλημα γονιμότητας με εκείνη. Ύστερα από ένα μήνα και χωρίς να το γνωρίζει ο Πωλ, η Χριστίνα επανέλαβε το τεστ να βεβαιωθεί, να είναι σίγουρη ότι δεν ήταν εκείνη η αιτία. Και πάλι τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά. Σίγουρα πια δεν ήταν εκείνη το πρόβλημα.
Ο Πωλ αρχικά ανέβαλε τις δικές του εξετάσεις και στη συνέχεια τις ακύρωσε οριστικά. Ήτανε προφανές ότι δεν ήθελε να πάρει το ρίσκο και να βεβαιωθεί, τόσο αυτός όσο κι η Χριστίνα, ότι όντως ήταν εκείνος που είχε πρόβλημα στειρότητας. Τις πρώτες μέρες δεν ανέφερε τίποτα για τις εξετάσεις. Με τον καιρό, όμως, άφησε να εννοηθεί, με διάφορα μισόλογα και υπαινιγμούς, ότι η Χριστίνα ήταν η αιτία που δεν έκαναν παιδιά.
Η Χριστίνα δεν αντέδρασε δυναμικά για να αποφευχθεί η διαμορφωμένη δυσάρεστη κατάσταση κι ήτανε σαν να δεχόταν την υποκριτική στάση του άντρα της, σαν να υπέκυπτε στην υπεροχή του και τον αντιπαθούσε γι’ αυτό ακόμα περισσότερο.
Συγχρόνως η Χριστίνα άρχισε να ανακαλύπτει μια άλλη πλευρά του Πωλ που δεν ήθελε να παραδεχτεί ως τώρα. Προφασιζόμενος την απογοήτευσή του με τη δήθεν ανικανότητα της συζύγου του να του κάνει παιδιά, ο Πωλ αναζητούσε αλλού την ερωτική του ικανοποίηση.
«Έτσι ήταν πάντα, μην τον παίρνεις στα σοβαρά», προσπάθησε να την καθησυχάσει ο θείος του Πωλ που είχε αρχίσει και εκείνος να υποψιάζεται ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά ανάμεσα στον ανιψιό του και τη Χριστίνα.
«Τι εννοείτε όταν λέτε ‘έτσι ήταν πάντα’, πώς ήταν δηλαδή;»
«Από ανέκαθεν του άρεσαν πολύ οι γυναίκες, τα γλέντια, οι ταβέρνες. Μόλις έστρωσε η δουλειά με τις μπίζνες, το ’ριξε πάλι στις διασκεδάσεις, τα ξενύχτια. Τι να σου πω… Κάνε υπομονή, κορίτσι μου, είμαι σίγουρος τα πράγματα θα επανέλθουν στο κανονικό».
Έκανε υπομονή δέκα χρόνια τώρα. Αντί τα πράγματα να έρθουν στο ‘κανονικό’ γίνονταν χειρότερα. Πενηντάρης πλέον ο Πωλ δεν έλεγε να συμμαζευτεί. Οι κατηγορίες εναντίον της Χριστίνας είχαν πάρει δημόσιες διαστάσεις. Ο Πωλ την κατηγορούσε ανοιχτά και χωρίς επιφυλάξεις κι ο κόσμος, ακόμα κι οι στενοί φίλοι και συνεργάτες του, πίστευαν ότι αιτία ήταν εκείνη. Η δικαιολογία αυτή του επέτρεπε να επιδίδεται στις ερωτικές του περιπέτειες, στα ξενύχτια του, σε πολυήμερα ταξίδια, χωρίς τη Χριστίνα βέβαια, εντός και εκτός Αμερικής να καταλογίζει τις ευθύνες στην Χριστίνα, ότι εκείνη, τάχα, του στέρησε την ευτυχία, γιατί δεν ήταν ικανή να του κάνει παιδιά.
Η Χριστίνα αρχικά δέχτηκε την κατάσταση με καρτερικότητα και στωικότητα. «Θα του περάσει» σκεπτόταν, «δεν πειράζει» και παρόμοιες επιπόλαιες δικαιολογίες.
Ωστόσο, τίποτα δεν άλλαζε. Η αρχική της απογοήτευση έγινε αποξένωση και στη συνέχεια ένα αχαλίνωτο μίσος. Αντί να ήταν εκείνος ο ένοχος, κατηγορούσαν άδικα εκείνη, ενώ ο Πωλ είχε την ελευθερία και τη «δικαιολογία» να συμπεριφέρεται απέναντί της με τον πιο χυδαίο τρόπο. Οι φίλες της δεν έπαυαν να την πληροφορούν κάθε τόσο, πού τον έβλεπαν και με ποια, πάλι και πάλι. Είχε γίνει θέμα συζήτησης της ελληνικής παροικίας του Σικάγο. Η Χριστίνα κλείστηκε στο σπίτι και δεν ήθελε να βγει ποτέ πάλι πουθενά, δεν ήθελε να δει κανέναν.
Κρατούσε, όμως, τις τυπικότητες. Κάθε χρόνο ταξίδευε στην Ελλάδα, να βλέπει τους γονείς της που είχανε πια γεράσει, να κουβεντιάζει με τη μάνα της και να της λέει τις ανησυχίες της και τα παράπονά της.
«Κάνε υπομονή κόρη μου», προσπαθούσε να την καθησυχάζει κι η μάνα της. «Έτσι είναι οι άντρες, αλλά φταίμε κι εμείς οι γυναίκες. Ιδιαίτερα τούτες τις μέρες. Δεν τις βλέπεις που τα βγάζουν όλα στη φόρα;» Ήταν κι αυτή η δικαιολογία που πρότεινε η μάνα της, ότι τάχα φταίνε οι γυναίκες που τα «βγάζουν όλα στη φόρα», ακόμα ένα επώδυνο πλήγμα για τη Χριστίνα.
Τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Την ενοχλούσαν τρομερά. Νύχτες ολόκληρες έμενε ξάγρυπνη, όχι βέβαια να τον περιμένει να γυρίσει στο σπίτι ύστερα απ’ τις ολονύκτιες διασκεδάσεις του στα καμπαρέ και στα μπουζούκια, αλλά να σκέπτεται και να αγωνιά, να βρει μια λύση που θα την ικανοποιούσε, που κατά κάποιον τρόπο θα έλυνε το πρόβλημά της, που κατά κάποιον τρόπο θα την απάλλασσε απ’ την παρουσία του.
Θα μπορούσε να ζητήσει διαζύγιο και να τον ξεφορτωθεί μια και καλή. Ήταν εύκολο στην Αμερική να πάρει κάποιος διαζύγιο. Όμως, το όνομά της θα γινότανε λάσπη. Ο Πωλ δεν θα ανεχότανε μια τέτοια προσβολή: Να τον χωρίσει η γυναίκα του. Μάλλον θα αντέστρεφε τους όρους και θα κατηγορούσε πάλι εκείνη ως υπαίτια της καταστάσεως που τους οδήγησε στο διαζύγιο.
Η αυτοκτονία πέρασε απ’ το νου της πολλές φορές. Ούτε κι η επιλογή αυτή, όμως, της έδινε μια ικανοποιητική λύση. Απλά θα έβγαζε τον εαυτό της απ’ τη μέση κι ο Πωλ ύστερα από μερικές μέρες υποκριτικής λύπης και πένθους, θα είχε κιόλας κι όλη τη «νόμιμη» ελευθερία να κάνει ό, τι ήθελε. Η σκέψη αυτή έπαιζε, όμως, συχνά στο νου της και δεν μπορούσε να την αποβάλει οριστικά.
Όχι. Ήτανε νέα ακόμα η Χριστίνα. Δεν ήταν ούτε σαράντα χρονών. Έπρεπε να βρει τρόπο να απαλλαγεί απ’ αυτόν οριστικά και να προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τη ζωή της, όπως είχε κάνει κι η φίλη της η Ελένη.
«Είναι αλλεργικός μου είχες πει κάποτε. Είπες πως αν τον τσιμπήσει σφήκα ή μέλισσα, έχει τρομερά προβλήματα», παρατήρησε μια μέρα η Ελένη που είχανε συναντηθεί για καφέ.
«Ναι», είχε συμφωνήσει η Χριστίνα. «Πέρσι το Πάσχα που πήγαμε στο χωριό να γιορτάσουμε με τους δικούς του, τον τσίμπησε μια μέλισσα και πάρα λίγο να πεθάνει. Από τότε έχει πάντα μαζί του αντιαλλεργικά χαπάκια».
Η Χριστίνα είχε μείνει για λίγο σκεφτική, ενώ η Ελένη την κοίταζε επίμονα στα μάτια, σαν να ήθελε να της πει: «Ιδού η λύσις».
Το σχέδιο που τελικά ρίζωσε στο νου της το μελέτησε για πολλές μέρες, για μήνες ίσως. Δε βιαζότανε. Η επιτυχία του έπρεπε να ήτανε τέλεια, χωρίς να δημιουργήσει ούτε τις παραμικρότερες υποψίες. Στη χειρότερη περίπτωση, στην περίπτωση που τίποτα δεν θα πήγαινε καλά, θα θεωρούταν ως διπλή αυτοκτονία.
Το χωριό της ήτανε σχεδόν έρημο. Οι περισσότεροι κάτοικοί του είχαν φύγει από χρόνια τώρα. Άλλοι μετανάστες στο εξωτερικό, άλλοι στις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας προς αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας. Όπως είχε κάνει ο Πωλ κι εκείνη, βέβαια. Τα περισσότερα σπίτια ήτανε μισογκρεμισμένα χαλάσματα. Με παράθυρα να χάσκουν χωρίς παραθυρόφυλλα και με πεσμένες τις σκεπές τους. Εδώ οργίαζαν οι τσουκνίδες, τα παλιοχόρταρα και τα ποντίκια. Εδώ λούφαζαν και τα φίδια. Ιδιαίτερα οι οχιές που τρέφονταν απ’ τα ποντίκια. Τις έβλεπε να λιάζονται πάνου στις ζεστές πλάκες κάθε φορά που περνούσε τον έρημο δρόμο που πήγαινε στο σπίτι της θείας της, της Παρασκευής.
Την είδε και σήμερα. Μια χοντρή οχιά με το κερατάκι πάνου απ’ τη μύτη της. Το ίδιο σκούρο-πράσινο χρώμα, το ίδιο ζιγκ ζαγκ σχέδιο στη ράχη της, όπως τα θυμόταν από τότε που ήτανε μικρή. Η ίδια λεπτή και μυτερή, κοντή ουρά.
Την έλουσε κρύος ίδρωτας, ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. Η παλιά φοβία που της προξενούσαν τα φίδια κι όλα γενικά τα ερπετά, εκείνος ο ακαταλόγιστος πανικός, την κυρίεψε ξανά κι έκανε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και γρήγορα.
Ήταν αρχές της άνοιξης κι ο καιρός ήτανε μάλλον κρύος. Τα φίδια μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν διστακτικά απ’ τη χειμερία νάρκη τους και να περνούν τις πρώτες μέρες κουλουριασμένα σε ζεστά μέρη και να συνεχίζουν νωχελικά την ολοκλήρωση της αφύπνισής τους. Οι ζεστές πλάκες, τ’ απαγκερά, ήσυχα μέρη ήταν οι τόποι της άμεσης επιλογής τους.
Όσο απαίσια και αν της φάνηκε αρχικά, η σκέψη που από μέρες τώρα την ταλάνιζε και δεν την άφηνε να κοιμηθεί τα βράδια, άρχισε τώρα να ωριμάζει στο νου της. «Το φίδι» σκέφτηκε, «χρειάζεται ένα άλλο φίδι. Και τι το καλύτερο από μία οχιά!»
Χωρίς άλλη σκέψη και χωρίς να διστάσει ούτε μια στιγμή γύρισε αμέσως στο σπίτι των γονιών της που έμενε με τον Πωλ κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους στο χωριό. Στο δρόμο έτρεχε. Λαχάνιαζε. Στους δικούς της είπε ότι στο χωράφι της θείας Παρασκευής υπήρχαν κάτι ωραία αγριόχορτα. Γύρισε να πάρει μαχαίρι και καλάθι να πάει να τα μάσει, είπε. Στο καλάθι έβαλε ένα μεγάλο κουτί που βρήκε πάνου σε μια ντουλάπα. Το είχε επισημάνει από μέρες. Ένα χάρτινο κουτί από αρβύλες. Μέσα στο κουτί υπήρχε ακόμα το λεπτό χαρτί που είχανε τυλίξει τις αρβύλες κι ο σπάγκος που, προφανώς, είχανε δέσει το κουτί.
Στο δρόμο απάντησε τον Τουρκολιά, χαιρετηθήκανε και ο Τουρκολιάς τη ρώτησε «για πού το βαλε μεσημεριάτικα». Όταν του απάντησε ότι πήγαινε να μάσει χόρτα στο χωράφι της θεια-Παρασκευής, πίσω από το λιοτρίβι, εκείνος της είπε να προσέχει, γιατί τώρα με τον ήλιο που ζεστάθηκε ο τόπος, τα φίδια ξεθαρρεύουν και βγαίνουνε στο λιόφωτο και είναι πολύ επικίνδυνα. Όλο φαρμάκι και δηλητήριο είναι και να στέκεται μακριά απ’ τις πεζούλες.
Η Χριστίνα παρόλο που φοβόταν και σιχαινότανε τα φίδια ευχότανε τώρα το φίδι που είχε δει πριν από λίγη ώρα να ήταν ακόμα εκεί. Το βρήκε στην ίδια θέση, όπως ακριβώς το είχε αφήσει, να κοιμάται αμέριμνα πάνου στην πέτρα. Ένιωσε και πάλι την ίδια παγωνιά, την ίδια ναυτία, την ίδια ανατριχίλα στον αυχένα της που πάντα αισθανόταν όταν αντίκριζε φίδια. Τα μαλλιά της κόλλησαν στο μέτωπό της κάτου απ’ το μαντήλι της, οι παλάμες της γέμισαν ιδρώτα. Πλησίασε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και με μεγάλη προσοχή τοποθέτησε το ανοιχτό κουτί πάνου στην πλάκα, πλάι στο φίδι. Λίγο πιο πέρα είδε ένα μακρύ ξύλο από κάποια ελιά που είχε μείνει εκεί από παλιά κλαδεύματα. Το πήρε και πλησίασε ξανά τόσο κοντά στο φίδι όσο της επέτρεπε η αγωνία κι ο φόβος της. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πια τίποτα κι όλη η προσοχή της είχε επικεντρωθεί στην προσπάθεια που κατέβαλε να μείνει ήρεμη. Ό,τι έκανε το έκανε μηχανικά, χωρίς συναίσθηση των πράξεών της. Νόμισε πως χαμογελούσε κιόλας κι ασυναίσθητα σούφρωσε τα χείλη της σε έναν απαίσιο μορφασμό.
Με την άκρη του ξύλου σήκωσε το κουλουριασμένο φίδι και χωρίς να το καταλάβει ούτε και η ίδια πώς έγινε με τόση ευκολία, το φίδι βρέθηκε κλεισμένο μέσα στο κουτί με το πώμα πάνου του. Ανάπνευσε βαθιά και προσπάθησε να ηρεμήσει. Έδεσε το κουτί με το σπάγκο και νόμισε ότι άκουσε το φίδι να αναταράσσεται βίαια μέσα στο κουτί. Έβαλε το κουτί μέσα στο καλάθι και πάνου του έριξε το μαντήλι που φορούσε στα μαλλιά της.
Όντως, στο χωράφι της θείας Παρασκευής προς την άκρη του χωριού υπήρxαν τρυφερά αγριόχορτα. Έμασε αρκετά και τα σώριασε πάνου στο καλάθι προσέχοντας να μη φαίνεται καθόλου το κουτί με το φίδι.
Γύρισε στο σπίτι, έβγαλε το κουτί απ’ το καλάθι και το τοποθέτησε πάλι πάνου στην ντουλάπα. Πήγε το καλάθι με τα χόρτα στην κουζίνα και φώναξε τη μητέρα της να έρθει να τα καθαρίσουν.
Ο Πωλ είχε βγει από νωρίς εκείνη τη μέρα. Είχε πει ότι το βράδυ θα αργούσε να γυρίσει, γιατί είχε κάτι δουλειές στην πόλη. Θα συναντούσε κάποιον επιχειρηματία με τον οποίον σκόπευαν να εγκαταστήσουν ιχθυοτροφία στ’ απάνεμα του Αργολικού.
Η Χριστίνα υποψιάστηκε ότι ήτανε μια δικαιολογία να συναντηθεί με τη νέα γυναίκα που γνώρισε πριν μερικές μέρες στο γάμο που ήτανε καλεσμένοι.
Τους είχε δει καθώς πήγαινε προς τις τουαλέτες να διορθώσει το μακιγιάζ της. Στέκονταν ανάμεσα στον κόσμο στην απέναντι μεριά του προθαλάμου του κέντρου και κουβέντιαζαν σε χαμηλούς τόνους. Η άγνωστη κοπέλα έγραφε κάτι στο σημειωματάριο του Πωλ. Κατά πάσα πιθανότητα το τηλέφωνό της, υπέθεσε η Χριστίνα. Πριν στρίψει προς τις τουαλέτες τον είδε με την άκρη του ματιού της να αγγίζει τα μαλλιά της. Αργότερα εκείνο το βράδυ τον άκουσε να της μιλάει στο τηλέφωνο απ’ το σπίτι του πατέρα της και να χασκογελάει.
«Ακόμα μια περιπέτεια για τον Πωλ και μια εξευτελιστική ντροπή για μένα» είχε σκεφτεί, η ταπείνωση και η απογοήτευση την έκαιγαν, βάραιναν καταπιεστικά κι αβάσταχτα την καρδιά της.
Όταν γύρισε ο Πωλ, η ώρα ήταν περασμένη. Οι γονείς της Χριστίνας είχαν αποτραβηχτεί στην κρεβατοκάμαρά τους από ώρα τώρα και σίγουρα θα είχαν αποκοιμηθεί. Η Χριστίνα είχε ετοιμαστεί από νωρίς. Είχε κάνει το λουτρό της, είχε λούσει και στεγνώσει τα μαλλιά της. Είχε βάλει μια κίτρινη, μεταξωτή νυχτικιά και τώρα καθότανε μπροστά στον καθρέφτη της και χτένιζε τα μαλλιά της. Άκουσε τον Πωλ να χτυπά την πόρτα και βιάστηκε να του ανοίξει πριν ξυπνήσουν οι γονείς της. Προσπάθησε να χαμογελάσει:
«Γύρισες Πωλ;»
«Αφού είμαι εδώ, εννοείται», ειρωνεύτηκε εκείνος ψευδίζοντας τα λόγια του. Η ανάσα του βαριά απ’ την αποπνικτική μπόχα αλκοόλης και τσιγάρου, ανακατωμένη με την μπαγιάτικη μυρωδιά γυναικείου αρώματος.
«Πώς τα πήγες με το ραντεβού σου;»
«Πήγαμε πολύ καλά και θα αρχίσουμε τον επόμενο μήνα. Εμείς, βέβαια δεν θα είμαστε εδώ, αλλά ο Κώστας θα τ’ αναλάβει όλα».
Ακουγόταν κουρασμένος, αποκαμωμένος.
«Είμαι κουρασμένος τώρα. Άστα, τα λέμε το πρωί».
«Καλά», είπε ξερά η Χριστίνα και ξαναγύρισε στο κάθισμά της να συνεχίσει το βούρτσισμα των μαλλιών της.
Τον παρακολούθησε μέσα στον καθρέφτη. Τον είδε που ξεντύθηκε και, κατά τη συνήθειά του, έπεσε γυμνός στο κρεβάτι. Τράβηξε πάνου του το σεντόνι και τραβήχτηκε στη δική του μεριά.
Όλα ησύχαζαν τώρα. Δεν ακουγότανε τίποτα άλλο πέρα απ’ το βαρύ ροχαλητό του Πωλ και το σούρσιμο της βούρτσας καθώς περνούσε μέσα στα μαλλιά της Χριστίνας, πάλι και πάλι. Πέρασαν ακόμα μερικά λεπτά. Η Χριστίνα σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της κι απ’ την ντουλάπα κατέβασε με προσοχή το κουτί απ’ τις αρβύλες. Με αργές και προσεχτικές κινήσεις και με χέρια που τρέμανε από το φόβο και την αγωνία της, τ’ ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Έβγαλε τη νυχτικιά της και την πέταξε πάνου στην καρέκλα. Έλυσε το σπάγκο που ήτανε δεμένο το κουτί και με μια ξαφνική και γρήγορη κίνηση, άρπαξε απ’ το λαιμό το φίδι, που κοιμόταν ήσυχο μέσα στο κουτί, σφίγγοντάς το όσο πιο δυνατά μπορούσε. Υποσυνείδητα προσπάθησε να το κρατήσει μακριά απ’ το γυμνό της σώμα. Έριξε το σπάγκο μέσα στο άδειο κουτί και με το ελεύθερο χέρι της τοποθέτησε ξανά το κουτί με το πώμα του πάνου στη ντουλάπα. Ύστερα ήρθε και ξάπλωσε στο κρεβάτι πλάι στον άντρα της, κρατώντας πάντα το φίδι, που πότε κουλουριαζόταν γύρω απ’ το μπράτσο της και πότε σφάδαζε με σπασμωδικές κινήσεις στην προσπάθεια του να ελευθερωθεί απ’ τ’ ασφυκτικό σφίξιμο του λαιμού του.
Η Χριστίνα άρπαξε το φίδι απ’ τη μέση και τ’ άφησε απ’ τ’ άλλο της χέρι που το κράταγε μέχρι τώρα. Το φίδι αναδεύτηκε επιθετικά πέρα δώθε με απότομους και βίαιους ελιγμούς, ζυγιάστηκε για μια στιγμή στον αέρα, σαν να μελετούσε το επόμενο βήμα του, σαν το γεράκι που είναι έτοιμο να επιτεθεί και ξαφνικά κάρφωσε τα δόντια του στο γυμνό της σώμα.
Η Χριστίνα ένιωσε το δυνατό του τσίμπημα στην κοιλιά της, λίγο κάτου απ’ το στήθος της. Δάγκωσε τα χείλη της απ’ τον τρομερό πόνο που αισθάνθηκε. Άφησε μια μικρή, ανεπαίσθητη κραυγή και κρατώντας το φίδι με τα δυο της χέρια τώρα, το ξεκόλλησε από πάνου της και με σπασμωδικούς ελιγμούς έφερε το κεφάλι του πάνου στο στήθος του Πωλ. Το κατατρομαγμένο φίδι τού κατάφερε δυο τρία απανωτά τσιμπήματα που τον έκαναν να τιναχτεί απ’ το κρεβάτι κατατρομαγμένος και συγχυσμένος.
«Φίδι…», ξεφώνησε η Χριστίνα. «Ένα φίδι στο κρεβάτι μας... με τσίμπησε, νάτο, είναι μέσα στα σεντόνια».
Ο Πωλ άρπαξε την ομπρέλα που ήτανε κρεμασμένη πίσω από την πόρτα κι άρχισε να χτυπάει πότε το φίδι όπως ήταν μπλεγμένο μέσα στα σεντόνια πάνου στο κρεβάτι και πότε να προσπαθεί να το σουβλίσει με τη μύτη της ομπρέλας.
Ξαφνικά σταμάτησε να το χτυπά κι έστρεψε την προσοχή του στο στήθος του.
«Χριστίνα, τρέξε τα φάρμακά μου στη βαλίτσα… Τα αντιαλλεργικά μου … Χριστίνα …» Κοίταξε προς το μέρος που υπολόγιζε ότι θα βρισκόταν η Χριστίνα. Την είδε ξαπλωμένη στο πάτωμα να σφαδάζει απ’ τους πόνους, κρατώντας την κοιλιά της.
«Παναγία μου», ξεφώνησε «σε δάγκωσε και σένα;»
«Ναι… φώναξε τον πατέρα μου… Θα πεθάνουμε Πωλ, θα πεθάνουμε κι οι δυο μαζί… εδώ μέσα! … Κι οι δυο μαζί, Πωλ…»
Όταν έφτασε το νοσοκομειακό ήτανε και οι δυο σε κωματώδη κατάσταση. Τους χορηγήθηκε αμέσως ενέσιμο αντίδοτο και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο που ήταν στην πόλη, τριάντα χιλιόμετρα μακριά.
Ο Πωλ εξέπνευσε λίγο πριν φτάσουν στο νοσοκομείο. Ο γιατρός είπε ότι ο θάνατός του προήλθε από αναφυλακτικό επεισόδιο συνέπεια του τσιμπήματος απ’ το φίδι. Φτάσανε πολύ αργά, είπε. Δεν μπορούσε να γίνει απολύτως τίποτα, πρόσθεσε κουνώντας συνεχώς το κεφάλι του.
Η Χριστίνα, αφού έλαβε τις πρώτες βοήθειες στο τοπικό νοσοκομείο, μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου νοσηλεύτηκε για αρκετό καιρό.
Στο χωριό το επεισόδιο αυτό συζητήθηκε για πολλούς μήνες, ίσως και για χρόνια αργότερα. Τους απασχολούσε περισσότερο η ερώτηση: Πώς μπήκε το φίδι μέσα στο σπίτι ακόμα χειρότερα, πώς ανέβηκε στο κρεβάτι. Ο Τουρκολιάς, που γνώριζε πολλά πράγματα για τα φίδια, είχε την απάντηση. Όπως έλεγε, είχε μελετήσει το επεισόδιο πολλές φορές στο νου του:
«Το φίδι ανέβηκε στη θημωνιά με τα καυσόξυλα που έχουνε στοιβάξει έξω κοντά στον τοίχο κι από κει μπήκε στην αστράχα να πιάσει κάνα ποντίκι κι έπεσε πάνου στο κρεβάτι. Έτσι αταβάνωτα που είναι τα σπίτια μας! Αλλιώς δεν εξηγιέται».
Σήμερα δε μένει τίποτα άλλο πέρα από μια μακρινή ανάμνηση του όλου γεγονότος και το συμπέρασμα ότι η Χριστίνα ήτανε πολύ άτυχη να μείνει χήρα, τόσο νέα που ήταν, αλλά συγχρόνως και πολύ τυχερή που δεν έχασε κι εκείνη τη ζωή της.
Γιατί, όπως έλεγε συχνά η μακαρίτισσα η γιαγιά της: «όποιον δαγκώσει το φιδάκι, βάλτου κερί και λιβανάκι».

Από τη συλλογή: «Όταν θα ’ρθει το ποτάμι. Μελβούρνη 2017


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου