Τρίτη 7 Μαΐου 2019

25, Φασούλας Βάιος, Ελλάδα - Γερμανία - Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. 25


***

***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***



Φασούλας Βάιος, Ελλάδα - Γερμανία

Ο Βάιος Φασούλας γεννήθηκε στο Γοργογύρι Τρικάλων το Φλεβάρη του 1947. Κατά την περίοδο του εμφυλίου χάθηκε η μητέρα του. Μετέπειτα, ημερών ακόμα μωρό, υιοθετήθηκε στα Τρίκαλα. Η συνέχεια ήταν η μετανάστευση στη Γερμανία το 1970 με τη σύζυγό του Μαρία και το πρώτο τους παιδί. Κάτω από αντίξοες συνθήκες εργάστηκαν σε εργοστάσια, στήσανε το σπιτικό τους και απέκτησαν άλλα δυο παιδιά. Η μετανάστευση από τη μια και η στέρηση της πατρίδας, της μάνας, της γειτονιάς από την άλλη αποτέλεσαν τη σφύρα και τον άκμονα διαμορφώνοντας, τον Έλληνα μετανάστη, σε σύγχρονο Παγκόσμιο Πολίτη με διεκδικήσεις στα αυτονόητα. Η δράση του εξάλλου ως ιδρυτικού στελέχους και προέδρου της ΕΕΛΣΠΗ, είναι αξιόλογη. Αποδεικνύει την ελευθερία του λόγου του, τις ικανότητες, την ευστροφία, την ευρηματικότητά του· μέσα από αυτόν τον φορέα συνδράμει στην προβολή του έργου Ελλήνων λογοτεχνών μονίμων κατοίκων του εξωτερικού, αλλά και της χώρας μας, με στόχο την ανάδειξη της σημασίας της Ελληνικότητας, όπως πιστοποιείται μέσα από τις ιδέες, την ποιότητα του λόγου, τις πνευματικές ανησυχίες και τις αισθητικές αξίες των Ελλήνων συγγραφέων της εποχής μας.
Ως διανοούμενος του καιρού του έχει τη δυνατότητα της καταγραφής των σύγχρονων δεδομένων και της επισήμανσης των προβληματισμών του πάνω σε ζητήματα κοινωνικοπολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά. Μετά από 36 συναπτά έτη στην ξένη, το 2006 ο επαναπατρισμός του στην πατρίδα του, αποτελεί μια επιπλέον νέα μετανάστευση.
Βραβεύτηκε από το πολιτιστικό Ίδρυμα του Παναγιώτη Τρανούλη «Πνευματική Εστία» για το μυθιστόρημά του «Στ’ αχνάρια της ζωής». Επίσης για το συνολικό συγγραφικό του έργο τού έχει απονεμηθεί τιμητική πλακέτα από το «Αριστοτέλειο Ίδρυμα» της Κύπρου, από το Δημαρχείο του Cadolzburg, Γερμανία, απέσπασε τιμητική διάκριση για την πνευματική του δραστηριότητα και άλλα.




Έργα του:
1. «Στ’ αχνάρια της ζωής ( Ι )»
2. «Στο σταυροδρόμι της γειτονιάς»
3. «Η Ελλάδα στον αιώνα μας»
4. «Η μεγάλη θυσία» (Β` Έκδοση)
5. «Der Troubadour der Fremde»

(Ποιητική συλλογή στα γερμανικά)
6. «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή»

(Ποιητική συλλογή)
7. «Πολιτείες» (Β` Έκδοση
8. «Λαβύρινθοι του πάθους»
9. «Η Ελλάδα στον αιώνα μας» (Α και Β)
10. «Στ’ αχνάρια της ζωής (2)»
11. «Οι σειρήνες της ξενιτιάς» (στα γερμανικά)
12. «Οι σειρήνες της ξενιτιάς» (Β` Έκδοση)
13. «Μαρίνα» Μυθιστόρημα
14. «Καλειδοσκόπιο στην ποίηση-Αχ! Ετούτος ο αιώνας»




Συμμετέχει στις τέσσερις Ποιητικές Ανθολογίες της ΕΕΛΣΠΗ, στο βιβλίο του Γ. Ασδέρη «ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ» με το ποίημά του: «Ε! εσείς απόγονοι του Ομήρου τι κάνετε», στο «Ανθολόγιο Ποιήσεως» (Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ 2016), σε άλλα περιοδικά εντός και εκτός Ελλάδας και σε πλήθος ιστολόγια και εφημερίδες φιλοξενούνται τα άρθρα του.



Υπό Έκδοση: «Ποιητικές συλλογές»
«Λενιώ» Μυθιστόρημα, «Πολιτείες» στα γερμανικά
«Λαβύρινθοι του πάθους» στα γερμανικά
«Κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα» (αρθρογραφία, σχόλια, χρονογραφήματα, βουκολική ποίηση, αφιερώματα, απόδημος ελληνισμός, πολιτισμός κ.ά.
Ε.Ο. Καλαμπάκας 134 42131 ΤΡΙΚΑΛΑ τηλ: +30 24310 72132
pelasgos@fasoulas.de www.fasoulas.de




Ε ί μ α σ τ ’ ε μ ε ί ς . . .

(Τιμής ένεκεν αφιερώνεται στην πρώτη μεταναστευτική γενιά των ελλήνων, όπου εγκαταλείποντας θέλοντας ή μη τις αντίξοες και οξύμωρες συνθήκες στην πατρίδα, ξενιτεύτηκαν. Μέσα από ξένα έθνη και πολιτισμούς, στις δεύτερες πλέον πατρίδες τους, μεταλαμπάδευσαν το αθάνατο ελληνικό πνεύμα για το οποίο, οι ξένοι χάρη στα μεταναστευτικά κύματα μιλούν για μας με θαυμασμό!.)

Είμαστ’ εμείς..!
Εμείς; Ποιοι εμείς; Μας ρωτάτε εσείς!
Εσείς; Ποιοι εσείς; Οι τρανοί και σκληροί;
Είστ’ εσείς που αλλάζετε τον ρου της ζωής, της γης μας τροχιά;
Σας ρωτάμε εμείς! Λοιπόν! Να! Κι εμείς κι εσείς να τα πούμε ξανά 
και βάλτε υποστυλώματα στη σάπια ζυγαριά.
Θ’ αντέξει το μεγάλο βάρος; Πάνω σ' αυτό είμαστ' εμείς
κι έχουμε λόγους ν’ αμφιβάλλουμε! Να μη σας πιστεύουμε 
και να νιώθουμε κάποιο οίκτο για σας Λοιπόν!... Ακούστε!

Στο λυκόφως τούτου του αιώνα έχουμε το θάρρος
και την τόλμη ν' απολογηθούμε μπροστά στα μάτια τούτου
του κόσμου που είναι γύρα μας και προέρχονται απ’ όλα
τα σημεία της Ηπείρου μας αλλά και πέρα απ’ αυτή
Και όλων μας τ' αφουγκράσματα είναι ίδια· 
σαν μια σταγόνα ολοκάθαρου νερού 
και μπορούμε να βλέπουμε κάθε στιγμή
τα πρόσωπά μας και να τα διατηρούμε σαν κρύσταλλα.

Είμαστ' εμείς η πρώτη, που γίναμε και η δεύτερη και η τρίτη, γενιά. 
Είμαστ' εμείς, οι παρακατιανοί, ξένοι για σας τούτης της γης, 
παράσιτα και μιας άλλης κατηγορίας άνθρωποι
που σας μιλούμε. Νηστικοί στους τόπους μας και ημίγυμνοι,
μα χορτάτοι από ήλιο, αέρα, κάλλος, νιότη και δύναμη
Κι είσαστ’ εσείς, από της δύσης τα σημεία του ορίζοντα
που μας ανοίξατε τις πόρτες και μας πήρατε,
όλους εμάς, της πρώτης γενιάς και μας δώσατε ψωμί.
Κι ήμασταν μία γενιά παρθενική για τη μοντέρνα,
υπερσύγχρονη εκμετάλλευση, 
όταν μάθατε πως μέσα μας κρύβαμε μια δύναμη, 
σπεύσατε ολοταχώς στα ρηχά παζάρια του τόπου μας 
για να μας αγοράσετε

Για ν' αποχτήσετε μια δύναμη ακριβότερη από κάθε μέταλλο κι ορυκτό· 
στα έγκατα της γης μας βάλατε κι εμείς βγάλαμε
Κι ήταν για μας, όταν της Χώρας μας συμπατριώτες σας
είπανε, ότι το κόστος μας θα ήτανε μικρό, τα κέρδη σας
μεγάλα κι ότι απ’ τα κέρδη σας θα έπρεπε να ζήσουνε
και αυτοί. Ξενοπραματευτάδες, τους είπαμε εμείς. Κι ήταν
για την πατρίδα μας, την Ελλάδα, άρπαγες, 
κλέφτες, ανάξιοι και μικροπρεπείς. 
Γιατί σκορπίσανε τα νιάτα και τα κάλλη μας σε ξενικούς ανέμους 
κι άνοιξαν δρόμους μισεμού.
Όταν οι τότε, άνεμοι μας κάνανε να μείνουμε έρημοι,
μόνοι και απροστάτευτοι, έρμαια των πραγμάτων.

Μέσα από κείνο το κακό βγήκαν πολλοί άμυαλοι· 
ξάλαφροι από ίσκιο· επηρεασμένοι απ' τις μεγάλες επιδρομές
των σφοδρών ανέμων όπου και σπάσανε.
Άλλοι λυγίσανε, άλλοι βογκήξανε, άλλοι χαθήκανε, 
άλλοι χαλαστήκανε, και άλλοι, 
απ' την μεγάλη αντράλα της φωτιάς λιποψυχήσανε 
και μας πουλήσανε.

Είμαστ' εμείς, φυντάνια τότε, που είδαμε από κοντά και
αυτούς που σπέρνανε τη φωτιά, και αυτούς που την τάιζαν,
που την αγόραζαν και την πουλούσαν και αυτούς που την τρώγανε. 
Κι ήταν τότε, που κι ο χάρος είχε κουραστεί,
είχε νικηθεί κι είχε νοιαστεί να φύγει
Καθώς οι πολλές σκιές απ’ τις γερμένες αγχόνες
χαράκωναν τη γη και του σήκωναν την τρίχα
Και οι απόηχοι κρότων και κραυγών ηχούσαν ζωντανοί
Και να φεγγρίζουν στ’ αστράμματα οι μισάνοιχτες ματιές
των μισοπεθαμένων· και αυτών που ’χαν κρεμαστεί 
να μένουν γυαλωμένες 
με μια γυαλάδα που άφησε του χάρου το σπαθί
Τους πήρε τα κορμιά· αθάνατοι στα χέρια του και στάζανε από αίμα· 
κι ήταν χάρος ανθρώπινος, μεταμφιεσμένος
με μαύρα ράσα, του τόπου μας και ξένα.

Μύριες οι σκιές που έπεφταν και αμαύρωναν τη γη
Κι ήταν σκιές, λεύτερων αγωνιστών, που κείτονταν νεκροί
Καθώς στα γύρα μνήματα και στους πολλούς σταυρούς μας, 
κάμποσοι μισοζώντανοι, με φόβο και προφύλαξη
είχανε μαζωχτεί και αυτοί να φυλαχτούν, να ξεκρεμάσουν
και τους νιους και τις ψυχές να φλάξουνε που 'χαν
ξεσηκωθεί.

Κι εκεί, όπως η σελήνη έχυνε μια γαλατένια λάμψη
και φέγγριζαν τα πτώματα σαν πέτρες ξεπλυμένες
Έμοιαζε, ω ναι! Έμοιαζε σαν ποταμιά, που μόλις είχε σβήσει
του χείμαρρου η λύσσα, άσπονδη ήταν και σφοδρή
που όσο και αν ούρλιαξε, πέτρες μεγάλες και μικρές
δεν μπόρεσε να σύρει και μείνανε εκεί.

Κι εκεί, σαν πέτρες μοναχά και καταριζωμένα, στέκονταν
τα κορμιά, άλλα που ήταν γέρικα και άλλα που ήταν νια
Εκεί, άγρια και ακατάπαυστα έσκουζε κι ο αγέρας
Και ράπιζε απάνω τους φωνές, κρότους και κλάματα,
φύλλα, ξύλα και χώμα· μα πιο πολύ δεχόμασταν τρόμο
κι απελπισιά απ’ τα στριγκά αλυχτήματα που μας ξεσήκωνε
το νου μας και την τρίχα.

Κι είμαστ' εμείς, παιδιά ακόμα αμούστακα και άλλα
πιο μικρά, άλλα που δεν προλάβανε γάλα να βυζάξουν,
τ’ άμοιρα, ούτε μια καταπιά
Μετά από την ταραχή, που έφερνε αφόρητη αντράλα
Είμαστ' εμείς, που έλαχε να περιμαζώξουμε ψυχές
απ’ τις ψυχές μας, κορμιά απ’ τα κορμιά μας,
καρδιές που είχαν ματώματα και ήταν της καρδιάς μας.

Κι ήμασταν παιδιά, όταν αντικρίσαμε το πιο μεγάλο
δρεπάνι του χάρου να ζωγραφίζει στους δρόμους,
στις πλατείες κι απάνω στις φουσκωμένες κοιλιές
των παιδιών την κακιά κι αχόρταγη θεά της πείνας
και να σέρνει μαζί και την άλλη, της αρρώστιας,
και την άλλη, της απόγνωσης και την άλλη, της τρέλας.

Σαν το κακό πια χάθηκε, βγήκαμε σαν μυρμήγκια,
κάτω απ' του ήλιου τις ματιές, που πόναγε ακόμα
κι ένα φεγγάρι μάρτυρα π’ άφηνε την οργή του,
τόσα που είδαν τα μάτια του, πόνεσε η ψυχή του!
Μέσα στις στάχτες ψάχναμε κι ό, τι βρεθεί να χάψουμε,
σταλιά να στυλωθούμε, κοντά ν’ αρχίσει η δόμηση
μίας διαπραγμάτευσης για κείνη τη φυγή.

Κι η ποταμιά ξανάρχισε γλυκά να κελαρύζει
κι όλες τις πέτρες με στοργή και θέρμη να ποτίζει.
Οι ρίζες των να ’μπουν πιο βαθιά ν’ αντέχουν
στους χειμάρρους και στις ανεμοθύελλες
κι ορέξεις των τυράννων.

Αυτά τα λέμε εμείς, όπου τα ζήσαμε ωμά και μπήκαν
στην ψυχή μας και ανδρωθήκαμε μ’ αυτά
και έγιναν προσευχή μας. Ένα: «Ποτέ πια!»
Ποτέ μην ξαναρθεί κανένα απ’ τα χτικιά
που χάλασαν την άνοιξη και φέραν καταχνιά.

Είμαστ' εμείς, όπου μας βάλανε απάνω στο στρατί
κι οδεύσαμε να φτάσουμε στη νίκη, 
να φέρουμε μηνύματα σαν να ’μαστε Ιεροκήρυκες, 
σαν άγιοι Απόστολοι
που μίλαγαν ασταμάτητα γι’ αγάπη και ειρήνη.
Και ξεσκονίσαμε, καθώς οδεύαμε στους δρόμους τους
πλατιούς κι άπλετα φωτισμένους, τις σκόνες και το θειάφι
Κι όπως το χαμογέλι μας, που ήτανε μπουμπούκι 
και είχε σφιχτά κλειστεί, τα σφαλισμένα πέταλα άνοιξε στη στιγμή
και άνθισε και έτρεξε παντού να χαριστεί!
Και αντάμα μ’ εμάς κι άλλοι αλλόθρησκοι και ξένοι που
δεν πέρασαν λιγότερα από μας. 
Σαν βέλη κόκκινου πυρός, μέσα στα μαύρα τ’ ουρανού 
εκτοξεύτηκαν και τα διέλυσαν
Μαζί μπερδέψαμε τις ανάπνες μας και είδαμε πως είμαστε
απ’ το ίδιο κράμα

Είμαστ' εμείς, όλοι μαζί, ντόπιοι και ξένοι,
που στα μίση και στα πάθια που προξένησε ο πόλεμος,
αντιπαραθέσαμε το μεγαλείο της ψυχής μας και το κάλλος
Είμαστ' εμείς, που σηκώσαμε κοντά με το δικό μας βαρύ σταυρό 
και των δώθε και των κείθε, συνανθρώπων μας,
έχοντας μια αόρατη κορδέλα στο λαιμό γραμμένη
με πέντε σοφά και ανεξίτηλα γράμματα τη λέξη, Ξ έ ν ο ς !
Κι όταν ακόμη για τη δική μας συνεισφορά που τη δώσαμε όλοι 
δεν μίλησε κανείς, εμείς λέγαμε και λέμε πως:

Της ζωής τα πειράματα είναι ανεπίτρεπτα και επικίνδυνα.
Το μόνο της σχολειό και επιτρεπτό είναι
πρώτα να διδάσκεται κανείς κι ύστερα να διδάσκει

Είσαστ' εσείς, μαζί και άλλοι, όμοιοι στα χνώτα
και στις τάξεις, που χωρίσατε τον κόσμο
Είστ’ εσείς, που σηκώσατε ντουβάρια μαντρώνοντας τα πλήθη
Και τα ρίξατε οι ίδιοι μια μέρα για να δείτε με τα μάτια σας, 
πως τα ηφαίστεια δε γίνονται μόνο μέσα στα έγκατα της γης
και δεν ξερνούν τη συνηθισμένη λάβα, μα μια άλλη,
με ποικίλα πρόσωπα μιας καινούριας πραγματικότητας.
Είσαστ' εσείς, που φροντίσατε ό, τι οι πόλεμοι δε
φρόντισαν να κάνουν, όταν απ’ τα τείχη και από άλλες
ανοιχτές μεριές, χύθηκε στα πλάτη η ανημποριά σας,
η εκμετάλλευση και η δολιοφθορά σας,
μεταμφιεσμένη και σκεπασμένη με τα βρώμικα πέπλα του εγκλήματος, 
της πορνείας, του λευκού θανάτου,
της διάκρισης, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Και ανάμεσα στα παραπάνω, που δεν είναι παρά κόκκοι,
φέρατε και τα παράλληλα:
Την ανεργία, την φτώχεια και των πλούσιων ασυδοσία
Αν πάμε και στα παρακάτω πλάτη θα δούμε πως μεγαλώνει η δυστυχία, 
που όπως και να ’χει θα γίνει και δική σας
Εμείς, κι αν δυναμώσει, δεν έχουμε ανάγκη. Αντέχουμε!
Γνωριζόμαστε μαζί της και δέσαμε μεγάλα κομμάτια
της ζωής μας. Εσείς, τι θα κάνετε όταν κάποια μέρα
θα σας χτυπήσει την πόρτα;
Θα φροντίσετε να φυλάξετε, άραγε, τα παιδιά σας;
Μέσα απ’ αυτό το αφύσικο σύμπλεγμα θα μπορέσουν
να οδηγήσουν τα έθνη, πού; Στο εδώλιο ή στην ανομία;
Στη συνύπαρξη ή στην ανυπαρξία;

Είσαστ' εσείς που πρέπει να νιώθετε περήφανοι
για την καταγωγή σας. Αυτή είναι! Εσείς τη δημιουργήσατε!
Σε σας ανήκει και σας αξίζει!

Κι είμαστ' εμείς, που βγάζαμε και βγάζουμε τους λόγους μας
μέσα στις φάμπρικες, στα καφενεία, στους δρόμους
και στις πλατείες, στα στάδια και στα πάρκα, στα τρένα
και στα λεωφορεία, προσπαθώντας να δείξουμε πως
πέρα απ' τα μίση και τα πάθη υπάρχουν μεγαλύτερες αξίες
που αξίζει κανείς να ζει και να μάχεται:
Της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και της ειρήνης.



Γι’ αυτό θυμίσαμε παλιές εποχές και μιλήσαμε για κρεμάλες
και πόνεσε η ψυχή μας. Γι’ αυτό αναφερθήκαμε στην πείνα,
στα ατσαλένια βρυχήματα, στους καπνούς, στις φωτιές και στα
ντουβάρια και σηκώθηκε η τρίχα μας
Και είπαμε ακόμα και για σκιές που μας συνοδεύουν πιστά κι ακούραστα, 
που μας δίνουν μηνύματα και μας δείχνουν φωτεινά και μεστά παραδείγματα.

Είμαστ' εμείς, που φωνάζουμε, που βραχνιάζουμε και μας λένε πολλοί, 
που περνούνε καλά και που ζουν τη ζωής:
Είμαστ' εμείς αυτοί, έτσι μας λένε, οι απαισιόδοξοι,
οι ψεύτες, οι ταραχοποιοί και οι εγωιστές!

Είμαστ’ εμείς που θέλουμε να χαθεί η ισορροπία
στον πλανήτη μας; Είμαστ' εμείς, που θα μπορέσουμε
μέσα απ’ τις ανάπνες μας να φαρμακώσουμε τη φύση;
Είμαστ' εμείς, με τα ροζιασμένα και αφυδατωμένα χέρια μας, 
με χωνεμένα και μισά στομάχια, με δηλητηριασμένα πνευμόνια και σκότια, 
με γερτές πλάτες και καμπούρες,
με όραση που όλο χάνεται και μ 'ακοή, όπου ηχούν τα
σφυριά και τ’ αμόνια απ' τα χυτήρια και τα χαλυβουργεία,
με τις συχνές ληστρικές επιδρομές στα φτωχά μας ταμεία…
Εμείς είμαστε αυτοί, που θα γκρεμίσουμε τον ήλιο;
Μακάρι! Θα χαρούμε πολύ όταν δικαιωθείτε!.

Μα, τα σημάδια της φύσης, τα σημάδια του κόσμου
και αυτά της ζωής, αν τα φτιάχναμε εμείς,
δε θα λέγαμε κι ούτε θα έδειχνε πως τούτο το σήμερα
δεν μοιάζει σαν χτες ή προχτές
Δεν μοιάζει σαν αύριο ή σαν ένα αύριο,
που όταν θα ρίχνει βροχή,
όταν θα βγαίνει ο ήλιος,
όταν θα τρέχει τ’ αγέρι,
όταν θα βγαίνει η σελήνη συντροφιά με τ’ αστέρια
κι όταν ακόμα θ’ ακούμε και του λύκου φωνή,
που δεν θα 'ναι δικιά του,
δεν θα μοιάζει δικιά του,
μα θα σκούζει παράξενα,
όταν θα διαιωνίζεται στους αιθέρες
η Μοίρα της Φύσης κι αυτή της Ζωής!

Κι είμαστ’ εμείς που βλέπουμε, τολμούμε και λέμε πως
φτάνουν βαριά, σύννεφα γκρίζα, θολά που δε φέρνουν νερά, 
που δε φέρνουν θαμπή, 
που δεν φέρνουν της νύχτας σκοτάδια κι αυτά της βροχής, 
μα που διώχνουν αργά τα σημάδια της μέρας κι αυτά του φωτός 
και μαυρίζουν ανθρώπων ορίζοντες με πινέλα βίαιων καταιγίδων 
και τρομακτικών θυελλών.

Ας μας πείτε εσείς, για να δούμε αν είμαστ' εμείς
έξω αλήθειας, έξω πραγμάτων και έξω απ’ την πλάνη
που αλλάζει τον ρου της ζωής.
Κι ας δεχτήκαμε πάνω μας την οργή των κυμάτων, 
την οργή των βροντών, την οργή των αστραπών, 
την οργή των χιονιών των νερών και χαλαζιών 
και προπάντων, 
την οργή του ήλιου και χτυπούν απ’ τη γη την ίδια τη γη, 
την ίδια ζωή!

Και την άμμο κρατούμε, 
που κυλάει αργά και σκεπάζει τους κάμπους 
και πεθαίνει η ζωή. 
Ας μας πείτε εσείς,
αν ζούμε μακριά απ’ τις τάξεις πραγμάτων 
που θίγουν τον ρου της ζωής!

Κι είμαστε εμείς, λίγοι και σκόρπιοι στα δώθε
και στα πέρα, να μετρούμε στα δάχτυλα του ενός
και μισού μας χεριού
Πώς θα 'ρθει; Αν θα 'ρθει; Πού θα 'ρθει; Και παν απ' όλα,
Ποιος θα ’ναι αυτός, εσείς ή εμείς που μπορεί να δεχτεί;
Αυτόν τον Νέο που έρχεται και λέγεται αιώνας;

Κι όπως προείπαμε για τόλμη και θάρρος, γι’ αγάπη
και ειρήνη μεταξύ των λαών, μεταξύ των φυλών
και προπάντων των σκληρών και κακών
Και για σας θε ν’ ανοίξουμε χέρια κι αγκάλες,
Ελάτε μαζί, αξίζει να πάμε μαζί. Δίχως όπλα και μίση, 
δίχως πόλεμο, θάνατο, ορφάνια, πόνους και αγιάτρευτη θλίψη
Για να δει κι Αυτός, που τώρα φτάνει, όλους εμάς

Να ζούμε αρμονικά με μόνη έγνοιά μας
Την αγάπη και την ειρήνη!
21.01.1998. Γερμανία



«Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή» (2)
Πού είσαι…!

Πώς μ’ έκανες, ανάθεμα, με μιας να αναριγήσω
Κι η τρίχα μου απ’ το κορμί, αγκάθι, θυμωμένο
Καθώς, «πού είσαι…!» μ’ έκραξες, με γύρισες στο χτες
Τότε που βρέθηκα στιγμές μες στα κουτιά, σ’ έναν οντά,
που στέναζε αργά γιατί τον εγκατέλειπα κι έφευγα μακριά.

Πού είσαι…, σαν άκουσα να λες, πώς πλάνταξε η ψυχή μου!
Πώς μ’ έκανες, αχ! Μάτια μου, να βρω την ύπαρξή μου!
Να θυμηθώ νοσταλγικά παλιά και περασμένα
Άλλα που ήταν όμορφα, άλλα κατεστραμμένα
μα πιο πολύ να θυμηθώ εκείνη κι εσένα!

Εκείνη που είχαμε βρεθεί μες στου οντά τη ζάλη
Άγρια τη θάρρεψα, μ’ ακούς, ζηλόφθονη και πλάνη
Κι ειρωνικά μ’ αντίκριζε μέσα απ’ το θέατρό της
Αχ! Πώς γελούσε, να ’βλεπες! Πόσο υποκρινόταν!
που στοίβαζα τα άχρηστα, μες στα κουτιά κι εμένα.

Άγρια την κοίταξα κι εγώ, σα να ’μουνα ένα νόθο
Παιδί της με παράπονα απ’ τον αφορισμό της
Τι απαξίωση ένιωθα! Τι πόνους! Μοναξιά!

Εκείνη μου τα πρόσφερε, η ίδια η ζωή
κακόκεφη, μυγιάγγιχτη και πάντα βλοσυρή.

Πως πάλεψα, θυμάμαι, να λυτρωθώ απ’ το αγκάλιασμά της!
Το σφίξιμό της το ένιωθα σφικτό, πικρό και παγερό
Αλλιώς το φανταζόμουνα, σαν χάδι της μάνας στοργικό
Μα αυτή, λες και τα ’βαλε, η κακούργα να με μπλέξει
σε έναν Πόλεμο άνισο, σκληρό και μισητό.

Μες στα κουτιά μου έκλεινα τα απλά υπάρχοντά μου
Φωτογραφίες της μάνας, του πατέρα μου από τις εποχές
Πως πάλευαν κι εκείνοι, το ’βλεπα, πάνω στα πρόσωπά τους
Στα μάτια τους, στα χείλη τους κι ακόμα την ψυχή
που αιμορραγούσε αδιάκοπα, την έβλεπα κι αυτή!

Μόνο που αυτοί δεν είχανε κουτιά, δε είχαν πράγματα
Όλα τους τα υπάρχοντα ένα σεντούκι αδειανό
Τέσσερις τοίχοι υγροί, μια λάμπα, δυο καρέκλες
Καθηλωμένοι, λες κι ήταν κολασμένοι στη φτώχεια βυθισμένοι
το μόνο που ξεχώριζε κι έδειχνε τη ζωή, ήμουν γι’ αυτούς εγώ.

Μες στα κουτιά που έκλεινα τα απλά υπάρχοντά μου
Κι όλες τις αναμνήσεις μου, όλης της φαμελιάς μου
Ω τι χαρά που ένιωθα! Τι ρίγη! Τι στοργή!
Μέρες, στιγμές ανείπωτες που ζουν μόνο θεοί!
Στις σκέψεις μου, με τα κουτιά, παρέλαυνες κι εσύ.

Εκεί, σα να ’χα ξεχαστεί με τη δική σου σκέψη
Και η ζωή, πώς ένιωσα, πως είχε κερδηθεί
Πώς στέρεψαν με μιας τα αργοπειράγματά της
Στης μάνας σου τα χείλη της άνθισε χαμογέλι
κι εκεί να ξετρυπώσω, ήθελα, τα χνάρια της ζωής!

Σα να την παρακάλεσα, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι
Σα να είχα καταραστεί τα αμαρτήματά της
Το μόνο που ήθελα να κλείσω κι αυτή σ’ ένα κουτί
Να μη θωρώ το βλέμμα της, μη με πατά η σκιά της
και μήτε την αγκούσα της, που γίνονταν δικιά μου.

Η μάνα σου κι εγώ, άπειρη δίψα είχαμε για την επιστροφή
-κι αυτό το γύρεψες κι εσύ και έλεγες συχνά πως φτάνει πια!
Μα αντί γι’ αυτό, απάνω μου ένιωθα τ’ αγκαθερό της μάτι
Ζηλόφθονη, τη φώναξα, σε θάρρευα αλλιώς
να είσαι εσύ ο μαγνήτης κι εγώ το μέταλλο.

Βέβαια, απ’ τη ζωή, είχαμε δεχτεί και κάμποσα καλά της
Και θα ’χαμε δεχτεί πιότερες αγνές και φυσικές χαρές
Αν στο άσπρο της φουστάνι δεν άγγιζαν χέρια αμαρτωλά
Αν δε διασύρονταν σαν πόρνη στα σταυροδρόμια της
σ’ αυτά που χάνει πολλές φορές τα κάλλη και την αρχοντιά.

Όχου! Πώς μ’ έκανες, σαν άκουσα να μου λες, Πού είσαι…,
Αχ! Να ’ξερες πόσο πίσω με γύρισες! Πόσες οι αναμνήσεις!
Παντού κι αυτή μαζί· πότε σαν διώκτης, πότε σαν προστάτης
Και άλλοτε σαν ανοιξιάτικο γλυκόλαλο πουλί
που κι αυτή μόνη της δεν κάνει και σε θέλει εραστή.

Πού είσαι…! Είδα στη γραφή να γράφεις και να νιώθω
Φωνή παραπονιάρικη, με κούραση και άγχος
Καθώς κι εσέ δεν ξέχασε η ζωή κοντά σου να βρεθεί
Να βρίσκεσαι κλεισμένη σε χίλια δυο κουτιά
«λίγα απ’ αυτά είναι χρήσιμα, τα πιότερα άδεια κι άχρηστα»

Πώς μ’ έκανες, ανάθεμα, με μιας να αναριγήσω
Στις δυσκολίες σου ταχιά, θα ’ρθω να βοηθήσω
Μη σκιάζεσαι αν τα κουτιά είναι εκατοντάδες
Και μην ακούς σαρκαστικά τα γέλια που θα κάνει
εκεί θε να ’ναι κι αυτή για να σε τυραννάει.

Μη την ακούς πολλές φορές τα ουρλιάσματα που κάνει
Μη τη θωράς όταν κρατεί στα χέρια της δρεπάνι
Μη της μιλάς αντίθετα αν εραστή θελήσει να σου κάνει
Μη την κοιτάς περίεργα που αλλάζει σκηνικά
θέατρο παίζει μόλους μας, το έμαθε από μας.

Φεύγεις και στα χαρτόνια σου κλείνεις γνωστούς και φίλους
Πόσο κακό και άσχημο να αλλάζεις σκηνικό!
Να ξεκινάς απ’ την αρχή, φίλους γνωστούς να κάνεις
Και να ’χεις δίπλα σου αυτή και να σε περιπαίζει
σαν θεατρίνα και αυστηρή τους δρόμους να χαράζει.

Έτσι με πάλευε κι εμέ με τα καμώματά της
Δεν θέλει να της λες, ζωή, ψεύτρα, πλανεύτρα
Θυμώνει, γίνεται θεριό κι όλα τα καταστρέφει
Αξίες, ήθη και έθιμα, όλα της τα ’χουν κλέψει
ν’ ακούει μόνο νοιάζεται πως τη ζωή, την αγαπά κι αυτή.

Κοντά σου έχεις συντροφιά τα δημιουργήματά σου
Το σύντροφο που αγαπάς κι όλα τα αγαθά σου
Της κοινωνίας τα σκαλιά, αργά να τ’ ανεβαίνεις
Και απ’ τους θαμπούς ορίζοντες να αντλείς όλο το φως
τότε θα δεις κάποια στιγμή κοντά σου θα πλαγιάσει.

Άστη και μη την ενοχλείς, δείξε αδιαφορία
Όσο μαζί της συζητάς, άκρη ποτέ δε βρίσκεις
Σπουδή απόχτησε από μας τ’ ανθρώπινα στοιχειά
Μα άφησε ένα παράθυρο να μπαίνει λίγο φώς
το θέατρό της μια αυγή, εσύ, εγώ κι αυτή θ’ αλλάξουμε μαζί!
Καβάλα-Τρίκαλα 15-01-2010




Με το σφύριγμα του τρένου…
Νοσταλγίες του χτες Στοχασμοί του σήμερα και του αύριο!
Στα εγγόνια μου

Απόψε, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, σαν τέλειωσαν οι δουλειές του σπιτιού και τα μικρούλια εγγόνια μου πήγανε για ύπνο, την ώρα που η πόλη κοιμάται, όταν βγήκα για τον
καθορισμένο νυχτερινό περίπατο σε γνωστό, ερημικό δρόμο, από μακριά ακούστηκε το πρώτο και γνωστό για μένα
σφύριγμα του τρένου, βρισκόμουν σ’ ένα δρόμο στη μια
άκρα της πόλης, με τα πολλά τηλεγραφόξυλα, στα πιότερα τα ηλεκτρικά λαμπόγυαλα καμένα ή σβησμένα…,
(ποιος άραγε να ξέρει! Μπορεί ο δήμος να κάνει οικονομία μιας και βρισκόμαστε σε περίοδο κρίσης, σε απόλυτης
ύφεσης, νάρκης, σήψης και σε εθνική αποδόμηση…,)
έτσι που και ο δρόμος να είναι μισοφωτισμένος.
Από τη μια πλευρά απλώνονται οι ράγες του τρένου,
από την άλλη, κατά μήκος του δρόμου, σκόρπια σπίτια·
μια εκκλησιά δίπλα στο δρόμο, κάμποσα μισόγυμνα δέντρα, από τη θηριωδία του χειμώνα,
-που τώρα δειλά αρχίζουν να πρασινίζουν-
λίγοι θάμνοι, αρκετοί ν’ αλλάζουν το τοπίο, έτσι που νομίζεις πως βρίσκεσαι σε κάποιο χωράφι ή σε ερημικό χωριό,
να σαν και τούτο το δρόμο, που του δίνουν ζωή
οι λιγοστοί νυχτερινοί περίπατοί μου…
Αραιά και πού, άντε να βρεθεί και κάποιος ακόμα
σαν κι εμένα χασομέρης, καμιά απόκληρη γυναίκα,
κάποιος νέος, κάποια νέα, με τρυπημένοι τα κορμιά τους
με περίεργα βελόνια, κάνας μπεκρής, κάνας ξοφλημένος
και απελπισμένος υποψήφιος αυτόχειρας, κάποιος άστεγος,
κάνας άρρωστος που πρέπει να περπατάει ή και ακόμα
για διάφορους λόγους νυχτερινός περπατητής, πού να ξέρεις!
Εδώ, λοιπόν, στο δρόμο και ανάμεσα από δέντρα
-που το έχω κάνει στέκει μου - συναντάς, πότε τα χαϊδέματα
της μητέρας φύσης, να όπως τώρα που φυσάει ένα ελαφρύ ανοιξιάτικο αλλά διαπεραστικό αεράκι...
Πότε το καλοκαιρινό που σου καίει τα μάτια...
Πότε το φθινοπωρινό που μυρίζει βροχή και χώμα και
άλλοτε το χειμωνιάτικο που μεταβάλλεται σε ανελέητο
πικρόκρυο, πλαισιωμένο από το ανατριχιαστικό ούρλιασμα που κάνει ο αγέρας καθώς σκίζεται στα κορμιά των δέντρων
και στα γυμνά κλαριά τους, ενώ στους θάμνους, απλώνοντας την παγερή ανάσα, τους σκεπάζει με την κρούστα του πάγου.
Να βλέπεις, λοιπόν, το τρένο, πως περνά
κάτω από μια μεγάλη γέφυρα… αναίσθητο,
-να σου θυμίζει την ίδια τη ζωή-
όπου πολλές φορές βρίσκομαι πάνω της και το χαζεύω
ακούγοντας το σύρσιμό του πάνω στις ράγες,
στρίγκλο καμιά φορά, πότε να σκούζουν οι ρόδες,
όπως μια παμπάλαια πόρτα στοιχειωμένου κάστρου,
καθώς τραβάει βαριά εμπορικά βαγόνια και οι κλειδαράδες,
να του αλλάζουν πορεία… ηλεκτρονικά.
Άλλοτε πάλι να στέκεσαι, όπως εγώ, στο μισοσκότεινο δρόμο ανάμεσα στα λίγα δέντρα, εκεί που βρίσκονται ένα ζευγάρι παλιές ράγες του, σκουριασμένες, χορταριασμένες, στο χώμα σκεπασμένες, που θυμίζουν ξεχασμένα μνήματα,
όπως και ο πέριξ εργοστασιακός χώρος, παρατημένος από
τους ανθρώπους και το χρόνο. Να βλέπεις κατά μήκος,
δίπλα από τις γραμμές του, φυτεμένες πανύψηλες σιδερένιες κολώνες έχοντας στις κορυφές τους από πέντε, έξι μεγάλους προβολείς, έτσι που τη νύχτα, όταν λούζονται με άπλετο
κιτρινωπό φως, να μοιάζουν με «ανθοδέσμες» κάνοντας τη νύχτα μέρα και αυτό, το τρένο, να γλιστρά σαν υπνωτισμένο
πηγαίνοντας προς ή φεύγοντας από το σταθμό γλιστρώντας με ακρίβεια πάνω στις ράγες.
Να νιώθεις, όπως εσύ που έχεις ενσωματωθεί στο σύστημα - το λένε και πολιτισμό - έτσι είναι συμβατό σε όλες τις εποχές, στους ανθρώπους, στους σταθμούς, στις ράγες και το θωράς πότε νοσταλγικά, που αντί να σε πάει μπροστά σε πάει πίσω, πότε να βρίσκεσαι φορτωμένος σαν «πράμα» με αποστολή το άγνωστο και άλλοτε, να όπως τώρα, να κυλά αναίσθητο κουβαλώντας στα πότε άδεια και πότε γιομάτα βαγόνια του ύλες και άλλοτε κόσμο,

να μοιάζει με την ίδια τη ζωή
και η ζωή να μοιάζει ίδια με το τρένο

κι εσύ να τρέχεις μ’ αυτό, να σταματάς μαζί του σε κάθε σταθμό, 
ξένο και μακρινό, να το ακούς καθώς σφυρίζει
και να βγάζει καπνούς κι εγώ…, γιατί όχι κι εσύ…,
να βγάζω καημούς, πολλούς και πικρούς.
Να σκώνομαι ορθός, να πνίγομαι μέσα σε αινίγματα
και σ’ αναπάντητα ερωτήματα που βγαίνουν απ’ τούτο
το μάταιο και άχρωμο ταξίδι που βρίσκεσαι κι εσύ
και πηγαίνεις και πηγαίνεις δεν ξέρεις πού,
μέχρι που κάποια στιγμή ακούς άλλο ένα σφύριγμά του.
Αναριγάς με τρόπο κρυφό γιομάτος συλλογή,
καθώς το σφύριγμά του, που ακούστηκε ξανά και είναι
πιο δυνατό και πιο κοντινό και να, βρίσκομαι στον ερημικό 
και μισοσκότεινο δρόμο και κάτω από σβησμένα φώτα
ν’ αγναντεύω το πέρασμα του, φορτηγό ήταν, το είδα,
καθώς στο αργό πέρασμά του που κράτησε αρκετά λεπτά ακούστηκε 
και το δικό του βογγητό!
Και όπως σαν από αμηχανία, σαν από περιέργεια,
που νόμισα σαν κάτι να ’θελε να μου πει, σήκωσα ελαφρά
το κεφάλι προς τα πάνω, λες κι ήθελα να δω ή να βρω το θεό
πέρασα το χέρι μου πάνω στα μαλλιά μου και ξάφνου,
είδα κάτι λαμπερό να πέφτει από τον ουρανό
με ορμή κατά πάνω μου και ξεφώνησα!

Όχουυυ! Μάνα γλυκιά μου!
Πόσο σκιάχτηκα, θεέ μου!

Πώς νόμισα πως πάει πια! Πως τέλειωσε και το τρένο
και το σφύριγμα κι εγώ και η μισοσκότεινη νύχτα μα…
και τι ωραίο! Τι λαμπερό! Έγχρωμο μου φάνηκε πως ήταν
και μέχρι να ολοκληρώσω την κίνηση του χεριού μου
πάνω στα μαλλιά μου και να συνειδητοποιήσω
αν κάποιοι ήρθαν να με πάρουν, αθόρυβα έσβησε,
πέρα στην άλλη άκρη του σκοτεινού ορίζοντα.
Την ίδια στιγμή, μήτε που κατάλαβα πως,
όπως το γρήγορο άστραμμά του τρίφτηκε στο χάος,
με την ίδια ταχύτητα ήρθαν στα μάτια μου τα μικρούλα
εγγόνια μου την ώρα που πήγαιναν για ύπνο…

«Καλόν ύπνο, παππού…!»
Σα ν’ άκουσα να μου λένε!

Όχου! Τι ωραία αίσθηση! Τι μεγαλείο! Τι μαγεία!
Να βλέπεις μέσα από τα μάτια τους τον κόσμο!
Αθώο, άκακο και πράο!
Στη σκέψη τους και μόνο νιώθεις ένα γλυκό σύγκρυο
στη ραχοκοκαλιά και μέσα σου να ομολογείς πως:
εδώ η τύχη πλατειά σου χαμογέλασε,
να αισθάνεσαι την αντράλα της χαράς
που οδεύει προς το τέλος της στράτας σου,
να σκέφτεσαι πως ζεις ολοκληρωμένη την ευτυχία
και με βεβαιότητα να λες
πως ολοκληρώνεις τον κύκλο σου…!
Άφησα τους στοχασμούς του νυχτερινού περιπάτου
παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής μου κοιτώντας,
πότε τις γραμμές και τους εκθαμβωτικούς προβολείς,
πότε το μισοσκότεινο δρόμο, κοίταξα ψηλά μήπως δω
κανένα διάττοντα αστέρα να χαρακώνει με μολυβί
χρώματα τον ουρανό και πριν ακόμα γκρεμιστεί
να προλάβω να πω μια ευχή…,
κοιτώ στο βάθος του δρόμου τη γέφυρα που πριν λίγο
πέρασε το τρένο και ξανακούω το σφύριγμά του,
την ώρα που χάνονταν στο βάθος του σταθμού…
Τράβηξα τα μάτια μου από το σταθμό γυρνώντας
τα στη γέφυρα…, εκεί τελειώνει και ο νυχτερινός, περίπατος,
εκεί κοντά είναι και το σπίτι μου…,
και πήρα το δρόμο της επιστροφής
αφήνοντας πίσω μου ό, τι έζησα στις λίγες στιγμές
κοντά στις ράγες, στα λιγοστά δέντρα,
στα μισοσβησμένα φώτα του δρόμου,
στους προβολείς, στις αναμνήσεις,
στα πέρα και στα δώθε, των στοχασμών του χτες
και με τη νοσταλγία να είναι πάντα στη σκέψη μου,
με το κύμα των ονείρων του σήμερα και του αύριο
και με τα σφυρίγματα του τρένου,
που δεν ξέρω πως και γιατί τόσο με γοητεύουν!
Περνώντας από την εκκλησία έριξα τα μάτια μου
πάνω της, στάθηκα μια στιγμή σκεφτικός, 
κι εκεί που νόμιζα πως γυρνώντας σπίτι μετά το νυχτερινό μου περίπατο,
κάτι θα έχω να πω στα εγγόνια μου…,
όχι για την παράταση στο μάταιο,
μήτε για τις ατέλειωτες ψευδαισθήσεις…,
μήτε για της ζωής τα πειράγματα,
τα ανεπίτρεπτα και επικίνδυνα
κι ούτε πως είναι επιτρεπτό και αρεστό
ν’ αλλάζει κανείς τον ρου της ζωής και της Γης.
Μα θα έχω να πω πως η μόνη σπουδή είναι,
πρώτα κανείς να διδάσκεται κι ύστερα να διδάσκει…,
κι όλα αυτά γιατί;
Έχουν κι αυτά δικαίωμα να ζήσουν,
να φτάσουν στους δικούς μου περιπάτους και ας είναι
μισοσκότεινοι· να δουν τα δέντρα· τ’ αστέρια· τη γαλατένια
και άλλοτε μολυβένια λάμψη του φεγγαριού· τον αφέντη
ήλιο πως μεστώνει τα στάρια και τα στήθια των κοριτσιών·
να νιώσουν τ’ απαλοχάδεμα τ’ αγέρα, πότε τα ουρλιάσματά του, 
ν’ αφουγκραστούν το σφύριγμα του τρένου και σαν
ολοκληρωμένοι καποτρένηδες να το καβαλήσουν
και αποφεύγοντας κάθε λαβύρινθο
να το οδηγήσουν σε ίσες ράγες…!
Κι εκεί που πίστευα πως καλά πήγε και γι’ απόψε
ο περίπατος κι ένα τελευταίο σφύριγμα του τρένου
έσβησε κι αυτό μακριά σαν ουράνιο αστέρι,
ε, κάτι θα πήγαινα στα εγγόνια μου.
Μια ακόμη νυχτερινή εμπειρία, μια αναφορά,
έναν ύμνο για τη γενιά που τώρα φτιάχνεται
και που θα σιάξει το σήμερα και το αύριο,
μου φάνηκε πως άκουσα μια μακρινή φωνή
και τα τσαπιά της νοσταλγίας να σκαλίζουν το μυαλό μου…
μια φωνή που ήταν η δική μου και ήτανε το χτες,
ένα χτες που πλημυρίζει στου πόνου διαστάσεις,
στου νόστου αναμνήσεις, άσβηστες, απέθαντες
και ήταν η φωνή μου που έλεγε για κείνους,
τη μάνα, τον πατέρα μου κι όλες τις εποχές,
χορό στήσαν στα μάτια μου κι άλλες ανθρώπινες σκιές,
αξέχαστοι, αθάνατοι και άνθρωποι δικοί μου
ήταν εκείνοι, είναι εκείνοι

και η ασίγαστη νοσταλγία
που κρατά στη ζωή την ψυχή της ζωής…
Ελλάδα, Λάρισα, Απρίλιος 13 2013


                                       Τ έ λ ο ς 
***
Χαιρετισμοί: (περιεχόμενα)
Α 1 Γιωτάκης Παναγιώτης
Α 2 Χαιρετισμός του Δήμου Τρικαίων, Παπαστεργίου Δημήτρης
Α 3 Πολιτιστικός Σύλλογος Μαυρομματίου «Ο Καραϊσκάκης»
Α 4 Κουτουζής Βασίλης  
Α 5  «Οργανισμός για την Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας».
Α6 ΕΕΛΣΠΗ

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α συγγραφέων:
01 Αμανατίδου Ντίνα  kamanati@bigpond.net.au
02 Βασιλείου Έρμα ermavasiliou@hotmail.com
03 Ιωαννίδου -Σταύρου Ρούλα roulastav@gmail.com
04 Ζαχαρόπουλος Δημήτρης sifounikos2@yahoo.gr
05 Καψάλης Τεντ tedkaps@msn.com
06 Κονταρίνης Ντένης kondennis9@gmail.com
07 Κοντομέρκου Βάνα vkontomerkos@aol.com
08 Μητροπούλου Σμαραγδή smaragdi02@gmail.com
09 Μπέλμπα Ελευθερία eleftheria_belba@yahoo.gr
10 Παναγιωσούλης Γαβριήλ gabrielkp@aol.com
11 Παπακωνσταντίνου Άσπα paptrigonis@gmail.com
12 Πιπέρης Νίκος piperis.nick@gmail
13 Μπούτου Σεβαστή seviboutos@gmail.com
14 Συνοδινός Μάρκ. m.d.synodinos@windowslive.com
15 Στεργιοπούλου Ασημίνα minastergiop@yahoo.gr
16 Στεργιόπουλος Ηλίας hste60@otenet.gr
17 Στρατή Γιώτα Yiota@optonline.net
18 Τέγου Ελένη eletegou@gmail.com
19 Τριγώνης Δημήτρης jimtry@optonline.net
20 Τρωαδίτης Δημλητρης troaditisdimitris@gmail.com
21 Τσαρδίκου Χριστίνα tsardikos@fibertel.com.ar
22 Φασούλας Βάιος pelasgos@fasoulas.de

***






***
ΚΑΙ

***

5η Α Ν Θ Ο Λ Ο Γ Ι Α  Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.


5h anthologia
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΣΥΓΓΡAΦΕΩΝ ΠΕΝΤΕ ΗΠΕΙΡΩΝ-Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η 
ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΕΩΣ: 2002 - ΕΔΡΑ: FÜRTH ΓΕΡΜΑΝΙΑ 
Τιμῆς ἕνεκεν γιὰ τὴν Ἑλλάδα, 
τὸν ἑλληνισμὸ 
καὶ τὸν πολιτισμό.
Τὰ χρυσαφένια σταροχώραφα τῆς Ἑλλάδας εἶναι πλατιὰ ὅσο καὶ ὁ κόσμος. 
Ἂν θελήσεις νὰ τὰ περιδιαβεῖς, δὲν θὰ προκάνεις· 
τὸ ταξίδι σου θὰ 'χει τελειώσει.

Ἡ 5η Ἀνθολογία ἀφιερώνεται στοὺς Ἕλληνες καὶ στὰ Ἑλληνόπουλα ὅπου κι ἂν γεννήθηκαν ὅπου καὶ ἂν γεννηθοῦν καὶ ζήσουν. 
Οἱ ἀξίες μας, πάντα μέσα τους νὰ βροῦν ψυχὴ καὶ νοῦ ν' ἀνθίσουν. 
Καὶ στὴν Γλῶσσα μας, τὴν μελίρρυτη, τὴν σοφὴ καὶ τὴν Ἁγία.

Χαιρετισμὸς τῆς Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.

Εὐχαριστοῦμε θερμὰ τοὺς ἐξαίρετους συμπατριῶτες μας, φίλους καὶ Ὀργανισμούς, τιμητικὰ μέλη τῆς Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. ποὺ μὲ τὴν παρουσία τους τίμησαν τὴν 5η Ἀνθολογία μας καὶ μᾶς συντροφεύουν σὰν δροσερὲς σκιὲς στὰ πλατιὰ λιοπύρια τῆς ζωῆς καὶ μᾶς δίνουν δροσιὰ καὶ ἀντοχή. Τὰ μέλη τοῦ Δ.Σ. μὲ χέρια ἀνοιχτά, ποὺ ἀγγίζουν τοὺς φωτισμένους ἀπὸ ἑλληνικὸ φῶς ὁρίζοντες, μὲ χαρά, τοὺς εὐχαριστοῦμε μὲ θέρμη: Τὸν Γιωτάκη Παναγιώτη, τὸν δήμαρχο Τρικάλων Παπαστεργίου Δημήτρη, τὸν Πολιτιστικὸ Σύλλογο Μαυρομματίου «Γ. Καραϊσκάκης», τὸν Κουτουζὴ Βασίλη καὶ τὸν Ὀργανισμὸ γιὰ τὴν Διάδοση τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας-Ο.Δ.Ε.Γ.

«Ἡ Λογοτεχνία καὶ οἱ Ἕλληνες Συγγραφεῖς τῆς Διασπορᾶς», ἦταν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τὸ αὐθεντικὸ ἐφαλτήριο, ὅπως γράφτηκε μὲ τὸ πνεῦμα ἐκείνου τοῦ καιροῦ (3-4-2001) γιὰ τὶς θύμισες ὅλων μας. Ξεκινώντας ὡς «Ἐπιτροπὴ Πρωτοβουλίας» στὰ μέσα τοῦ 2001 μὲ ἕδρα τὴν Γερμανία, τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 2002 κυκλοφόρησε τὸ πρῶτο μας βιβλίο: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΝΤΕ ΗΠΕΙΡΩΝ ΓΡΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ» καὶ παράλληλα τὸν ἴδιο χρόνο ἱδρύσαμε τὴν Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. μὲ ὅλες τὶς νόμιμες διαδικασίες.

Μιὰ Ἕνωση πολλὰ πράγματα μπορεῖ νὰ κάνει καὶ ἡ δική μας Ἕνωση αὐτὸ ἔχει ὡς σκοπό. Σήμερα πλησιάζουμε στὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἐφηβικῆς ζωῆς μας (φτάσαμε τὰ δεκαέξι χρόνια) καὶ αὐτὸ τὸ ὅριο θὰ τὸ ξεπεράσουμε.

«Ἕλληνες Συγγραφεῖς τῆς Διασπορᾶς ἐνωθεῖτε!»

Ἀφιερώνοντας τὴν παροῦσα μας 5η Ἀνθολογία τῆς Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. Τιμῆς Ἕνεκεν στὴν πατρίδα μας, τὴν Ἑλλάδα, στὸν Ἑλληνισμὸ καὶ στὸν Πολιτισμό, θὰ εὐχηθοῦμε αὐτὸς ὁ τόπος νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὶς δῖνες τοῦ ἀπολίτιστου καὶ βάρβαρου παγκόσμιου συστήματος, νὰ φωτιστοῦν τὰ πνεύματα τῶν τέκνων του καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὰ λιμάνια τῆς εἰρήνης, τῆς δημοκρατίας, τῆς προόδου καὶ τῆς συνύπαρξης τῶν λαῶν.

«Στόχοι μας ἀποτελοῦν ἡ διάδοση τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ ἡ κατάδειξη τῶν ἰδιαίτερων στοιχείων ποὺ συνιστοῦν τὴν φυσιογνωμία της. Παρατηρεῖται ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθέσεις ἀναφαίνεται τὸ ξεχωριστὸ ὕφος, οἱ ἐκφραστικὲς δυνατότητες, ἀλλὰ καὶ σημεῖα ποὺ προωθοῦν τὴν ἔννοια τῆς ἑλληνικότητας. Ἔτσι ὁριοθετοῦνται οἱ ἰδέες, οἱ πνευματικὲς ἀνησυχίες, οἱ κοινωνικοὶ προβληματισμοί, ἡ αἰσθητικὴ ὀπτική, συνάμα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἑλληνισμοῦ σήμερα καὶ τὰ δεδομένα ποὺ τὴν ἀντιπροσωπεύουν».

Ἐπιπλέον, ὅπως ἐπανειλημμένα ἔχουμε ἀναφερθεῖ, Ἑλλάδα δὲν εἶναι μόνον ἡ Πατρίδα μας καὶ οὔτε ὁ Ἑλληνισμὸς δηλώνει τὸ «παρόν» του, μόνον στὰ στενὰ ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη Ἑλλάδα, ποὺ κανεὶς δὲν πρέπει νὰ παραμελεῖ καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ τὴν ὑπολογίζουν. Ἰδιαίτερα στὴν σύγχρονη συγκυρία, ἡ Ἑλλάδα τῆς Διασπορᾶς, ἡ μεγάλη Πατρίδα μας μὲ τὸν θαυμάσιο Λαό της ποὺ ζεῖ καὶ διαπρέπει σὲ ξένους τόπους, δὲν ἔχει ἐγκαταλείψει στιγμὴ τὸ μετερίζι τοῦ πολιτισμοῦ, ἀγωνίζεται, μάχεται, σκέπτεται, δημιουργεῖ καὶ διδάσκει...

Ἀσφαλῶς καὶ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ὑπάρχουν φωνές, ἰδιαίτερα στὴν ὑποβαθμισμένη ὕπαιθρο, οἱ «χωριάτες» μὲ τὶς δικές τους καθημερινὲς αὐθόρμητες παραστάσεις ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὸν ἀνεξάντλητο λόγο, μοναδικό μας πλοῦτο, συνυφασμένο ἰδιαίτερα μὲ τὴν ποίηση. Τὶς ρίζες του, βαθιὰ γαντζωμένες στὴν πανάρχαια ἑλληνικὴ γῆ, ὁ παντοκράτωρ χρόνος δὲν ἀγγίζει. Ἀκόμα καὶ σήμερα, ἂν κάποιος θέλει νὰ τὸν ἀκούσει, θὰ τὸν βρεῖ στὰ κατσικοχώρια τῶν βουνῶν καὶ στὰ λασποχώρια τῶν κάμπων. Ἐκεῖ, ἀπὸ ἀνθρώπους τσοπαναραίους μὲ λασπωμένα πόδια καὶ γυναῖκες ποὺ ψήνουν ψωμὶ στὴν γάστρα μὲ ροζιασμένα χοντρὰ χέρια, θὰ ἀφουγκραστοῦμε τὴν κουβέντα τους μὲ ἀνατριχίλα, θ' ἀκούσουμε ἕναν λόγο αὐθεντικό, ἀμαγάριστο, ἀψαλίδιστο ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων. Θὰ τὸν ἀκούσουμε ἄλλοτε σὲ μία ἀνεπαίσθητη ἁρμονία, ὅπως ἐκείνη ποὺ ἀφήνει ὁ χτύπος τῶν κουδουνιῶν ἑνὸς κοπαδιοῦ, ἄλλοτε σὰν ἕνα μακρινὸ βουητὸ τῶν νερῶν τοῦ καταρράκτη καθὼς γκρεμίζεται καὶ ἄλλοτε ὅπως τὰ κελαηδήματα τῶν πουλιῶν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῶν χωρικῶν τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ κάμπου, ποιητικός, εἴτε τραγουδιστὸς εἴτε θρηνητικός, μέσα ἀπὸ τοπικὲς διαλέκτους ἀναδεικνύει τὸν πλοῦτο τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας: «Γιεεεεεε μουυυ!!» ἀκούγεται ἡ μακρόσυρτη φωνὴ ποὺ κάθε φορὰ, ἀνάλογα μὲ τὰ συμβάντα, δίνει τὴν ἀνάλογη ἑρμηνεία: χαρά, λύπη, αἰσιοδοξία, ἀπογοήτευση.

Τὰ ἀφουγκράσματα τοῦ ἁπανταχοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ ὡς δυσοίωνοι ἀπόηχοι φτάνουν στ' ἀφτιά μας, δὲν μᾶς ἀφήνουν ἀδιάφορους καὶ ἀμέτοχους, ὅσο ὁ πολιτισμός μας, ἡ ἱστορία μας καὶ ὅλες οἱ ἀξίες τοῦ τόπου μας μεταβάλλονται σὲ προσάναμμα πυρός. Σὲ αὐτὲς τὶς ἀφύσικες κοινωνικὲς ἐκρήξεις ποὺ προκύπτουν μέσα ἀπὸ τὴν ὑπερσύγχρονη καταναλωτικὴ κοινωνία, ὁ Λόγος, σὲ ὅλες του τὶς διαστάσεις, μέσω τῶν Ὑπηρετῶν του, ὀφείλει νὰ ἀντισταθεῖ στὶς ἐπιδρομὲς τοῦ μερκαντιλισμοῦ ποὺ ἔχει παγιδεύσει, ἀφομοιώσει καὶ προσαρτήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὕλη.

Τὰ παραδείγματα μὲ ἀναφορὰ τὸν ἐκφαυλισμὸ καὶ τὸν μερκαντιλισμὸ ποικίλουν σὲ Παγκόσμια κλίμακα ἀπὸ Χώρα σὲ Χώρα. Ἡ παρουσία τοῦ Ἕλληνα μετανάστη στὶς Πέντε Ἠπείρους τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ γηγενὴς πληθυσμὸς τὸ βιώνει σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς. Ἡ ἀντικατάσταση τοῦ πολιτισμοῦ ἀπὸ τὴν ἀσύμμετρη ἐμποροκρατία προκάλεσε ζημιογόνες συνθῆκες. Ἀπολίτιστες Χῶρες μοιάζουν μὲ ξύλο ἀπελέκητο. Καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν Ἑλλάδα δὲν ἐπιτρέπεται. Εἶναι σα νὰ ἤρθαμε στὴν γῆ ἀπὸ ἄλλο πλανήτη ἢ νὰ γεννηθήκαμε ἀπὸ ψευδοκύηση…

Ὅμως, ὅσο ἀφορᾶ τὸν Ἑλληνισμό, ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς Πολιτισμὸς ἀνέκαθεν, καὶ μέσω τῆς Διασπορᾶς, ἐπιτέλεσε τὸ ὑψηλὸ ἔργο του. Ὑμνήθηκε, δοξάστηκε, πρυτάνευσε καὶ διδάχτηκε στὰ πανεπιστήμια ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ ἱστορία μας εἶναι καταγεγραμμένη παρακαταθήκη ἀνεξίτηλη στοὺς αἰῶνες. Ὁ βαρούχειος ὕπνος τῶν Ἑλλήνων, ἰδιαίτερα τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ἐπέτρεψε καὶ ἐπιτρέπει τὴν εἰσβολὴ ἀνάρμοστων καὶ ἀνθελληνικῶν ἐπιτευγμάτων, ὅπως αὐτὸ ποὺ ζήσαμε στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ Φλεβάρη 2016, νὰ θέλουν ξένοι οἶκοι μόδας νὰ ἐκθέσουν τὰ ἐμπορεύματά τους στὴν Ἀκρόπολη. Βέβαια ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ γιὰ λόγους οἰκονομικούς, ἐγκρίνουν τὸν ἐξευτελισμὸ τῆς Ἀκρόπολης, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει, ἂν μὴ τὶ ἄλλο, ὅτι παραδίδεται τὸ πνεῦμα στὴν ὕλη. «Ἑλλάς, τὸ μεγαλεῖο σου τὸ μετατρέπεις σὲ προσκυνητὴ τῆς ὕλης».

Εἶναι παραπάνω ἀπὸ βέβαιο ὅτι ἡ ἀδυναμία τῶν Ἑλλήνων νὰ ἀποκόψουν τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ βάρβαρου Παγκόσμιου συστήματος, ὀφείλεται, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, καὶ στὴν ἄγνοιά του τὶ σημαίνει Ἑλλάδα, Ἑλληνισμός, Πολιτισμός. Ἐπίσης ὀφείλεται στὴν ἀπορρόφηση τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ σύστημα, στὴν ἀποδυνάμωση τῶν πολεμίων τοῦ Παγκόσμιου συστήματος καὶ λοιπά.

Ἂν οἱ νεοέλληνες κληρονόμοι μιᾶς τρανῆς κληρονομιᾶς, παιδιὰ τῶν μουσῶν καὶ τῶν σοφῶν, θέλαμε νὰ μοιάσουμε στοὺς προγόνους μας, ζωγράφους καὶ μουσουργούς, νὰ τραγουδήσουμε μὲ τὶς μελωδικὲς ἅρπες τῶν ποιητῶν, ὑμνώντας τὴν ζωὴ καὶ τὸ σύμπαν καὶ ἂν στηρίξουμε τὸν Παγκόσμιο Οὑμανισμό, εἶναι βέβαιο πὼς μποροῦμε νὰ προβάλλουμε τὸ φῶς στὸ σκοτάδι. Καὶ θὰ τὸ ἐπιτυγχάναμε χάρη στὸ ζηλευτὸ χιλιετηρίδων πολιτιστικὸ μεγαλούργημα, ἂν καταφέρναμε νὰ μεταφερόμασταν ἀπ' τὸ «ἐγὼ» στὸ «ἐμεῖς»…

Ἡ Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η., μέσα ἀπὸ τὰ κείμενά της γι' αὐτὰ ἀγωνίζεται. Τὰ Κάλλη τοῦ Λόγου ἀντικαθίστανται ἀπὸ τὴν «μοντέρνα» ἐκδοχή. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις γίνεται χρήση τοῦ λόγου μὲ τρόπο  ἄγριο, πρόστυχο, πρόχειρο, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν παγίδευση τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ σὲ συμπληγάδες ἀντικοινωνικοῦ προσανατολισμοῦ. Ὁ καθαρὸς Λ ό γ ο ς προώθησης τῶν διαχρονικῶν ἰδανικῶν μέσα ἀπὸ πεζὰ καὶ ποιητικὰ ἔργα πρέπει νὰ πρωτοστατεῖ. Ἐπιπλέον, ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὸ συγγραφικὸ «καβούκι» καὶ ἡ κοινωνικὴ παρέμβαση, ἀνάλογα μὲ τὰ «κακῶς κείμενα» τοῦ καιροῦ μας, μέσα ἀπὸ ποικιλόμορφες λογοτεχνικὲς δημιουργίες καθίσταται ἀναγκαία. Μέσα ἀπὸ ἐφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικούς, ραδιοφωνικοὺς σταθμούς, τὸ διαδίκτυο καὶ προπάντων μέσα ἀπὸ τὸ «ΕΜΕΙΣ» πρέπει νὰ προβάλλονται οἱ ἀπόψεις τῶν συγγραφέων, ἔτσι ποὺ νὰ καταστεῖ ἐφικτή, ἂν ὄχι ἡ ἀλλαγὴ στὸν ροῦ τῶν πραγμάτων, τουλάχιστον ἡ βελτίωσή τους...
… Καὶ ὅπως παλιὰ ἤμασταν μαζὶ καὶ ἀνατρέπαμε, 
ἐχθρούς, ληστὲς καὶ καταπατητὲς 
καὶ σήμερα μαζὶ εἴμαστε, ἀλλὰ ὄχι μονιασμένοι· 
τὰ θηρία κατάφεραν νὰ μᾶς χωρίσουν 
σὲ προοδευτικοὺς καὶ καθυστερημένους 
καὶ μαζὶ πλέον βρεθήκαμε στὸν πάτο τοῦ πηγαδιοῦ, 
ποὺ ἀκόμα κι ἐκεῖ ἡ διαφθορὰ ἀκμάζει, 
ἐκεῖ ποὺ οἱ μέρες, οἱ ὧρες καὶ τὰ λεπτὰ 
χορεύουν στὸν ρυθμὸ τοῦ μηδενός. 
Ἐκεῖ, φιμωμένο, ἀντίκρισα τὸν Λόγο 
καὶ τὴν δική σου μεγαλοπρέπεια σαβανωμένη… 
… 
Ἔλα, ἔλα Ἑλλάδα, ἂς πιαστοῦμε ἀπ' τὸ χέρι. 
Τίναξε τὴν βαριὰ κρούστα τῆς βρωμιᾶς. 
Ν' ἀκούσω θέλω νὰ λὲς καὶ πάλι, 
«νά, τηρᾶτε με, συνεχίζω 
τῶν αἰώνων τὴν ἀξιοθαύμαστη πορεία μου…

Ὁ Πρόεδρος τῆς ΕΕΛΣΠΗ 
Φασούλας Βάιος

***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου