ΕΣΥ...ΕΓΩ..
Αυτός ο άνθρωπος έχει στη θέση των ματιών
δυο νυχτολούλουδα,κρατάει στο χέρι μια φέτα φεγγαριού,
άσπρου,σαν πικραμύγδαλο
και σκύβει απ'το βάρος των ονείρων που δεν άνοιξαν,
δεν έγιναν ποτέ φτερά.
Αυτός ο άνθρωπος θα γίνει κάποτε φωτογραφία
ή το φύλλωμα ωραίων δέντρων
και θα τρέχει πλάι σε τρένα.
Αυτός ο άνθρωπος,
εσύ
εγώ.
Αυτός ο άνθρωπος έχει στη θέση των ματιών
δυο νυχτολούλουδα,κρατάει στο χέρι μια φέτα φεγγαριού,
άσπρου,σαν πικραμύγδαλο
και σκύβει απ'το βάρος των ονείρων που δεν άνοιξαν,
δεν έγιναν ποτέ φτερά.
Αυτός ο άνθρωπος θα γίνει κάποτε φωτογραφία
ή το φύλλωμα ωραίων δέντρων
και θα τρέχει πλάι σε τρένα.
Αυτός ο άνθρωπος,
εσύ
εγώ.
***
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΔΕ ΖΗΣΑΜΕ
"Αχ,θείτσα Χρυσάνθ',η μαμά μ' πουλί σι παρακαλεί,
δομ' ένα φιτάκ'ψουμί,πουλί σι παρακαλεί η μαμά μ'-
παρόλο που ήταν ο μοναδικός της φίλος,όταν δεν σκαρφάλωναν
στο Τρανό το Ρέμμα,να γλυτώσουν τις οβίδες του στόλου
από το Βόλο,παίζαν μαζί τα καραβώματα,με μια φλούδα
καρυδιάς στο αυλάκι του ποτίσματος,ο καθένας το δικό του καράβι,
παρόλα αυτά, "ξαναπέστο"τον βασάνιζε πριν η μάνα της
η "θείτσα Χρυσάνθ'"του δώσει το ψωμάκι,μια φέτα φεγγερή,
που την έκοβε απ'τη δική της μπουκιά.
Τη μάλωνε η Χρυσάνθη αλλ'η "κασέτα" είχε ξαναρχίσει,αυτή η απαγγελία,
τη διασκέδαζε, εξάχρονο παιδί ήταν κι εκείνη.
Κάποιο πρωί είδε το αγόρι ξαπλωμένο πλάι στο αυλάκι,
κάτω απ'το άγριο γιασεμί,
η μάνα του βουβή,
κοιτούσε το εντός της κενό,την αγκάλιασε κι έκλαψε,όσο ποτέ
στα χρόνια που ακολούθησαν.
Περίμεναν το κάρο της Κοινότητας.
Το γιασεμί μύριζε τόσο γλυκά
και ένα φλούδι καρυδιάς έπεσε πλάι του,στο νερό.
"Αχ,θείτσα Χρυσάνθ',η μαμά μ' πουλί σι παρακαλεί,
δομ' ένα φιτάκ'ψουμί,πουλί σι παρακαλεί η μαμά μ'-
παρόλο που ήταν ο μοναδικός της φίλος,όταν δεν σκαρφάλωναν
στο Τρανό το Ρέμμα,να γλυτώσουν τις οβίδες του στόλου
από το Βόλο,παίζαν μαζί τα καραβώματα,με μια φλούδα
καρυδιάς στο αυλάκι του ποτίσματος,ο καθένας το δικό του καράβι,
παρόλα αυτά, "ξαναπέστο"τον βασάνιζε πριν η μάνα της
η "θείτσα Χρυσάνθ'"του δώσει το ψωμάκι,μια φέτα φεγγερή,
που την έκοβε απ'τη δική της μπουκιά.
Τη μάλωνε η Χρυσάνθη αλλ'η "κασέτα" είχε ξαναρχίσει,αυτή η απαγγελία,
τη διασκέδαζε, εξάχρονο παιδί ήταν κι εκείνη.
Κάποιο πρωί είδε το αγόρι ξαπλωμένο πλάι στο αυλάκι,
κάτω απ'το άγριο γιασεμί,
η μάνα του βουβή,
κοιτούσε το εντός της κενό,την αγκάλιασε κι έκλαψε,όσο ποτέ
στα χρόνια που ακολούθησαν.
Περίμεναν το κάρο της Κοινότητας.
Το γιασεμί μύριζε τόσο γλυκά
και ένα φλούδι καρυδιάς έπεσε πλάι του,στο νερό.
***
ΕΝΩ ΕΧΟΥΝ ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΑ ΧΑΘΕΙ
Για ποια χαμένη Ιερουσαλήμ να κλάψουμε
επί των ποταμών Βαβυλώνος;Ό,τι μας κλέψαν
μας το πήραν δουλεύοντας όπως οι πορτοφολάδες,
δεν το αισθανθήκαμε καν.
Η νεότητα και οι ανοίξεις,οι φίλοι,
και οι αγαπημένες,
έσβησαν σαν ένα μακρινό,νυχτερινό τραγούδι,
όταν αποκοιμάσαι ξαφνικά,
ενώ πιστεύεις ότι θα σ'αφήσουν ξάγρυπνο
οι κανταδόροι.
Για ποια Ιερουσαλήμ,να τραγουδήσουμε θλιμμένα
όταν πιστεύουμε ότι όλα υπάρχουν ακόμη-
ενώ έχουν,ανεπίστρεπτα, χαθεί.
Για ποια χαμένη Ιερουσαλήμ να κλάψουμε
επί των ποταμών Βαβυλώνος;Ό,τι μας κλέψαν
μας το πήραν δουλεύοντας όπως οι πορτοφολάδες,
δεν το αισθανθήκαμε καν.
Η νεότητα και οι ανοίξεις,οι φίλοι,
και οι αγαπημένες,
έσβησαν σαν ένα μακρινό,νυχτερινό τραγούδι,
όταν αποκοιμάσαι ξαφνικά,
ενώ πιστεύεις ότι θα σ'αφήσουν ξάγρυπνο
οι κανταδόροι.
Για ποια Ιερουσαλήμ,να τραγουδήσουμε θλιμμένα
όταν πιστεύουμε ότι όλα υπάρχουν ακόμη-
ενώ έχουν,ανεπίστρεπτα, χαθεί.
***
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΒΡΑΔΙΑ
"Γράφτε ρε και πάφτε"συνήθιζε να υποτονθορίζει ο Τσουκνιδής
καθηγητής των Τεχνικών στο Α΄Γυμνάσιον Βόλου,
εκείνος σκιτσάριζε έναν άγγελλο,αργότερα τον έκανε λιθόγλυπτο
και τον τοποθετήσαμε στην Πλατεία Αναπήρων Πολέμου
να μας φυλάει όλους τα δύσκολα βράδια.
"Γράφτε ρε και πάφτε"συνήθιζε να υποτονθορίζει ο Τσουκνιδής
καθηγητής των Τεχνικών στο Α΄Γυμνάσιον Βόλου,
εκείνος σκιτσάριζε έναν άγγελλο,αργότερα τον έκανε λιθόγλυπτο
και τον τοποθετήσαμε στην Πλατεία Αναπήρων Πολέμου
να μας φυλάει όλους τα δύσκολα βράδια.
***
ΕΛΑ,ΚΑΝΤΑΡΗ
Στην παλιά Λαχαναγορά της πόλης,τα άλογα ξεδιψούσαν
στην ποδιά της τουλούμπας,κόμποι ν 'ανεβαίνουν
στο λαιμό τους,τ'αφεντικά με γραβάτες να κοιτάζουν
ρολόγια τσέπης κι οι υπάλληλοι να φωνάζουν
"έλα, καντάρη",ένας γεροδεμένος τύπος,
σαν τα γκαρσόνια αργοπορημένος,εμφανίζονταν με τη ζυγαριά,
στον ώμο,έπιανε τα σακκιά,με το βάρος των κεντημάτων,
ο καντάρης,
πρόσωπο,ίσως περισσότερο σημαίνον κι απ'τους
αλχημιστές της λογιστικής,
που άνοιγαν μεγάλα μαντήλια,στο βάθος απ'τους σωρούς των καφασιών,
μια μέρα εμφανίστηκε ο σαλοΓιάννης και γέμισε ο διάδρομος πιπεριές
και ραγισμένα καρπούζια και οι καντάρηδες του κάναν αψίδα
με τα κοντάρια τους,να περάσει αποκάτω,ένας εύελπις χωρίς στολή
και νύφη-εμείς ανοίγαμε τα καρπούζια, να κοκκινίσει γλυκά η μύτη μας.
Στην παλιά Λαχαναγορά της πόλης,τα άλογα ξεδιψούσαν
στην ποδιά της τουλούμπας,κόμποι ν 'ανεβαίνουν
στο λαιμό τους,τ'αφεντικά με γραβάτες να κοιτάζουν
ρολόγια τσέπης κι οι υπάλληλοι να φωνάζουν
"έλα, καντάρη",ένας γεροδεμένος τύπος,
σαν τα γκαρσόνια αργοπορημένος,εμφανίζονταν με τη ζυγαριά,
στον ώμο,έπιανε τα σακκιά,με το βάρος των κεντημάτων,
ο καντάρης,
πρόσωπο,ίσως περισσότερο σημαίνον κι απ'τους
αλχημιστές της λογιστικής,
που άνοιγαν μεγάλα μαντήλια,στο βάθος απ'τους σωρούς των καφασιών,
μια μέρα εμφανίστηκε ο σαλοΓιάννης και γέμισε ο διάδρομος πιπεριές
και ραγισμένα καρπούζια και οι καντάρηδες του κάναν αψίδα
με τα κοντάρια τους,να περάσει αποκάτω,ένας εύελπις χωρίς στολή
και νύφη-εμείς ανοίγαμε τα καρπούζια, να κοκκινίσει γλυκά η μύτη μας.
***
Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΚΡΟΒΑΤΩΝ
Οι ακροβάτες αγωνιούν για τις ώρες που τους απομένουν,
μετρούν με τα δάχτυλα των χεριών,στη συνέχεια
βγάζουν τα παππούτσια(10+10=20)ύστερα σπάζουν τα πήλινα
γουρουνάκια τους,δεν βαρέσαι, μικρός πάλιν ο αριθμός,
προσμετρούν τα κορίτσια που φίλησαν,τα θυμούνται ένα-ένα,
παρακαλούν τον ποιητή να μη τους σκοτώσει,όπως έκανε,το ξανάπαμε,
ο ήρωας του Ουναμούνο,
ένα στοίχημα τους σώζει,
να ονειρευτούν ότι διασχίζουν την πλατεία ψιθυρίζοντας
"μη πατάς τα διάκενα των πλακιδίων"
ή
να εκμαιεύσουν απ'τον Πέτερ Χάντκε,εδώ ενεργεί η διαίσθηση,
απ'το ύφος του,το σύνολο του έργου του,τί απέγινε με το πέναλτυ,
το απέκρουσε ο τερματοφύλακας;
Αν το κερδίσουν το στοίχημα
θα τραγουδήσουν για λίγο και θα πιάσουν το σχοινί.
Όπερ σημαίνει ότι δεν φοβούνται,πια,θα ζήσουν χρόνους.
Οι ακροβάτες αγωνιούν για τις ώρες που τους απομένουν,
μετρούν με τα δάχτυλα των χεριών,στη συνέχεια
βγάζουν τα παππούτσια(10+10=20)ύστερα σπάζουν τα πήλινα
γουρουνάκια τους,δεν βαρέσαι, μικρός πάλιν ο αριθμός,
προσμετρούν τα κορίτσια που φίλησαν,τα θυμούνται ένα-ένα,
παρακαλούν τον ποιητή να μη τους σκοτώσει,όπως έκανε,το ξανάπαμε,
ο ήρωας του Ουναμούνο,
ένα στοίχημα τους σώζει,
να ονειρευτούν ότι διασχίζουν την πλατεία ψιθυρίζοντας
"μη πατάς τα διάκενα των πλακιδίων"
ή
να εκμαιεύσουν απ'τον Πέτερ Χάντκε,εδώ ενεργεί η διαίσθηση,
απ'το ύφος του,το σύνολο του έργου του,τί απέγινε με το πέναλτυ,
το απέκρουσε ο τερματοφύλακας;
Αν το κερδίσουν το στοίχημα
θα τραγουδήσουν για λίγο και θα πιάσουν το σχοινί.
Όπερ σημαίνει ότι δεν φοβούνται,πια,θα ζήσουν χρόνους.
***
ΠΕΡΑΣΕ ΚΙ ΟΛΑΣ ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ
Πέρασε κι όλας μακριά σου ένας χρόνος,
ο καιρός φεύγει όπως τα φθινοπωρινά χελιδόνια,
βυθίζεται όπως οι ναυτίλοι.
Παράξενες άδειες μέρες,σου'στειλα χαιρετισμούς
τόσες φορές,σωπαίνεις
-εκτός,εκτός αν είμαι εγώ που δεν ακούω
που δεν καταλαβαίνω τη μουσική σου.
Τί να πω;Ξέρω ότι ένα ποίημα για σκληρόν αποχωρισμό
δεν διεκδικεί,δεν πρέπει να διεκδικεί δάφνες.
Δεν το θέλω εξάλλου,δεν το επιδιώκω.
Αύριο ίσως μπορώ να ξεχωρίζω τους ψιθύρους σου
ίσως μπορέσω να πετάξω ένα χαρταετό,
ακουμπώντας
το αυτί μου στο κουβάρι του.Να προσέχεις τους χαρταετούς.
Θα τον γνωρίσεις το δικό μας.
Πέρασε κι όλας μακριά σου ένας χρόνος,
ο καιρός φεύγει όπως τα φθινοπωρινά χελιδόνια,
βυθίζεται όπως οι ναυτίλοι.
Παράξενες άδειες μέρες,σου'στειλα χαιρετισμούς
τόσες φορές,σωπαίνεις
-εκτός,εκτός αν είμαι εγώ που δεν ακούω
που δεν καταλαβαίνω τη μουσική σου.
Τί να πω;Ξέρω ότι ένα ποίημα για σκληρόν αποχωρισμό
δεν διεκδικεί,δεν πρέπει να διεκδικεί δάφνες.
Δεν το θέλω εξάλλου,δεν το επιδιώκω.
Αύριο ίσως μπορώ να ξεχωρίζω τους ψιθύρους σου
ίσως μπορέσω να πετάξω ένα χαρταετό,
ακουμπώντας
το αυτί μου στο κουβάρι του.Να προσέχεις τους χαρταετούς.
Θα τον γνωρίσεις το δικό μας.
***
"Αιωνία σου η μνήμη, Μαρία! Ο Γιάννης "φροντίζει" γι' αυτό.ΑΘΑΝΑΤΗ! "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου