***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Τριγώνης
Δημήτριος, ΗΠΑ
Ο
Δημήτριος Τριγώνης γεννήθηκε στὴν νῆσο
Σκόπελο τῶν Βορείων Σποράδων. Μεγάλωσε στὸν Κορυδαλλό,
προάστειον τοῦ Πειραιῶς, ὅπου ἔμεινε
μέχρι ἡλικίας σχεδὸν εἴκοσι
χρόνων. Κατόπιν μετανάστευσε στὴν Ἀμερικὴ ὅπου
γνώρισε τὴν μέλλουσα σύζυγόν του Εὐφροσύνη.
Μετὰ τὸν γάμο τους ἔκαναν τὸ σπιτικό
τους στὸ Μπρίτζπορτ τοῦ νομοῦ Κοννέκτικατ.
Ἀπέκτησαν δύο γυιοὺς, τὸν
Σταμάτη καὶ τὸν Στέλιο καὶ τέσσαρα ἐγγόνια
Ἡ σύζυγός του ἀπεβίωσε τὸ 2002.
Ὁ θάνατος
τῆς Εὐφροσύνης τὸν ἐνέπνευσε
νὰ γράψῃ ποίησι σὲ ἐλεύθερο
μέτρο. Τὴν ἄνοιξι τοῦ 2007 ἐξέδωσε
μία ἀνθολογία ποιημάτων μὲ τὸν
τίτλο «Μοναξιὰ Πικρή μου Ἐρωμένη»
ἀφιερωμένη στὴν μνήμη της. Ἐπιθυμώντας
νὰ ἀφίσῃ κάποια
πνευματικὴ κληρονομιὰ στὰ παιδιὰ καὶ ἐγγόνια
του καὶ ἐκ παραλλήλου νὰ γεφυρώσῃ τρόπον
τινὰ τὸν διανοητικό τους κόσμο, μετέφρασε τὸ βιβλίο
του στὴν Ἀγγλική. Μεταξὺ διακοπῶν τὸ 2010 ἐξέδωσε
τὸ δεύτερο βιβλίο του «Ἁγνῆς Ἀγάπης
Τριλογία» μὲ τρία μικρὰ διηγήματα «Ἡ Ὀμορφιά
τῆς Αθωότητας» «Ὁ Θρίαμβος τῆς Ἀγάπης»
καὶ «Τὸ Ὀνειρο τῆς
Παλινόστησης» ἐπίσης
μεταφρασμένα ὅλα στὴν Ἀγγλική.
Μετὰ περισσότερο
ἀπὸ μισὸ αἰώνα
ξενιτειᾶς μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη
του πατρίδα Ἑλλάδα, παραμένει πιστὸς ἐραστὴς τῆς
λατρευτῆς του Ἑλληνικῆς
γλώσσης. Ἐξακολουθεῖ νὰ χρησιμοποιῆ ἕνα
συνδοιασμὸ δημοτικῆς καὶ καθαρευούσης
μὲ σχεδὸν ὅλα τὰ σημεῖα
στίξεως, ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει τὸ πολυτονικὸ σύστημα
στὸν ὑπολογιστή.
Ὁ Δημήτριος
εἶναι μέλος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας Ἁγίας Τριάδος στὸ Μπρίτζπορτ
Κοννέκτικατ, ὅπου
διαμένει μὲ τὴν σύζυγό του Ἄσπα. Εἶναι
μέλος τῆς χορωδίας, καθὼς καὶ στὸν χορὸ τῶν
Ψαλτῶν. Ἐπίσης εἶναι
μέλος τῆς χορωδίας ἀνδρῶν ποὺ ἐκτελοῦν
νεο-βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ παλαιὰ νοσταλγικὰ τραγούδια
τῆς πατρἰδος καὶ ἀνήκει
καὶ στὸν Ἑλληνικὸ Πολιτιστικὸ Σύλλογο
τῆς ἐνορίας, καθὼς καὶ στὴν Ἔνωσιν
Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν Συγγραφέων τῶν
Πέντε Ἠπείρων, ΕΕΛΣΠΗ.
jimtry@optonline.net
Phone: (203) 374- 0725
Ἰστορία τοῦ Μετανάστη
Τὰ παλιὰ ’κεῖνα τὰ χρόνια
στὴν πατρίδα τὴν φτωχειὰ
ζοῦσε
κάποτε ἕνας νέος μ’ ἕναν πόθο στὴν
καρδιά.
Ἤθελε
γιὰ νὰ φροντίσῃ τὴν
μητέρα τὴν φτωχή,
ποὺ τὴν εἶχε ἀφήσει
χήρα τοῦ πολέμου ἡ ὀργή.
Ἤθελε νὰ βοηθήσῃ καὶ τὶς δυό του ἀδελφάδες, ποὺ
ἔπρεπε
νὰ προικισθοῦν νὰ μποροῦν νὰ παντρευτοῦν.
Μὰ δὲν
μπόραγε νὰ κάνῃ τίποτα ἀπ’ὅλα αὐτὰ
γιατὶ στὴν
φτωχειὰ πατρίδα δὲν ὑπῆρχε
πιὰ δουλειά.
Δακρυσμένος
τότε ἀφήνει τὴν πατρίδα τὴν
γλυκειὰ
γιὰ νὰ πάῃ νὰ βρῆ ἄλλη
τύχη μακρυὰ στὴν ξενιτειά.
Μπαίνει
ναύτης στὰ καράβια γύριζε στὶς ξενιτειὲς
γνώρισε
πολλὲς πατρίδες καὶ μεγάλες καὶ μικρές.
Μὰ ἡ καρδιά
του ἦταν πάντα στὶς ἀγάπες
τὶς παλιές,
στὴν
γλυκειά του τὴν πατρίδα καὶ στὴν
μάνα
κι’ ἀδελφές.
Πῆγε στὴν Ἰαπωνία,
πέρασε ἀπ’ τὴν
Αὐστραλία,
απ’τὴν Νέα Ζηλανδία κι’απ’τὴν Καληδονία.
Ἔφτασε
στὴν Ὁλλανδία καὶ στὴν κρύα Νορβηγία,
ἔμεινε στὴν Σουηδία, Ιταλία και Δανία, στὸ
Παρίσι στὴ Γαλλία.
Πῆγε καὶ στὴν Ἀφρικὴ μὰ ὁ νοῦς του
ἦταν πάντα
στὴν
καϋμένη του τὴν μάνα π’ ἀγαποῦσε μὲ στοργή.
Πῆγε σὲ καινούργια
κράτη ποὺ δὲν τα’ χε ξαναδεῖ,
πέρασε
ποτάμια, λίμνες, ἔσχισε ὠκεανούς,
πέρασε
χαρὲς καὶ λύπες
καὶ φουρτοῦνες τρομερές,
μὰ ὁ νοῦς του
ἦταν πάντα στὴν
μητέρα κι’ἀδελφές
Γνώρισε
πολλοὺς ἀνθρώπους Μαύρους,
Κίτρινους
καὶ Ἄσπρους καὶ απ’ ὅλες τὶς φυλὲς,
ἄκουγε λόγια κι’ ἐκφράσεις ποὺ δὲν ἦταν νοητὲς,
ἔκανε
καινούργιους φίλους, φιλενάδες ἀρκετές.
Μὰ ὁ νοῦς του
ἦταν πάντα στὴν καϋμένη του τὴν
μάνα
καὶ στὶς δυό
του ἀδελφὲς ποὺ ’χε ἀφήσει
μοναχές.
Ἔτσι
πέρναγαν τὰ χρόνια καὶ ἡ μάνα του ἡ δόλια,
μὲ τὰ μάτια
βουρκώμενα γύριζε μὲς στὰ λιμάνια.
Καὶ κυττοῦσε τὰ καράβια
ποὺ ἐρχόνταν ἀπ’ τὰ ξένα
καὶ οἱ ναῦτες τὴν
ρωτούσαν: «Γιατὶ κλαῖς καλὴ κυρά»;
«Τὸ παιδὶ μου
περιμένω μοῦ τὸ πῆρε ἡ ξενιτειὰ
καὶ φοβᾶμαι θὰ πεθάνω
κι’ αὐτὸ θὰ ’ναι μακρυά».
Μὰ ἐκεῖνος
κάθε τόσο μὲ ἀγάπη στὴν
καρδιὰ
ἔγραφε
ἀπὸ τὰ ξένα πάντα λόγια τρυφερά.
«Μὴ στεναχωριέσαι
μάνα, ἐγὼ πάντα σ’ ἀγαπῶ
κι’ ἀπ’ τὰ ξένα
θὰ γυρίσω καὶ ποτὲ δὲν σὲ ξεχνῶ.
Λίγα
χρόνια θέλω ἀκόμα νὰ μαζέψω
δυὸ πεντάρες
στὸ σπιτάκι μας νὰ ’ρθῶ,
μὲς στὴν
αγκαλιά σου νὰ’μαι
καὶ κοντά σου πιὰ νὰ ζῶ.
Ναὶ μάνα
μου, θὲ νὰ ’ρθω καὶ τὸ χέρι
σου φιλῶ»!
Καὶ ἡ μάνα
του φιλοῦσε τὰ γραμμένα του αὐτὰ
ποὺ τῆς ἔδιναν
ἐλπίδα καὶ κουράγιο στὴν
καρδιά.
Ὥσπου ἔφτασε
μιὰ μέρα στὴν πλανεύτρα Ἀμερική,
ποὺ πλανεύει
ξένους ναῦτες καὶ τοὺς
κλέβει τὴν ψυχή.
Καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῆ πήδηξε
ἀπ’ τὰ καράβια
στὴν
πανέμορφη αὐτὴ χώρα στὴν Βαβυλωνία γῆ!
Πήδηξε
ἀπ’ τὰ καράβια κι’ ἀπ’ τὰ γαλανὰ νερά,
κι’εἶπε:«ἐδῶ θὲ νὰ στεριώσω
ποὺ ’χουνε πολλὰ λεφτά».
Θὰ δουλεύω
νύχτα μέρα καὶ ἄς βρίσκομαι στὰ ξένα,
θὰ μπορῶ νὰ βοηθάω
τὴν φτωχή μου τὴν μητέρα.
Καὶ ἐπίσης
θὰ φροντίζω καὶ τὶς δυό
μου ἀδελφὲς
ποὺ ’ναι
τώρα σ’ ἡλικία γιὰ νὰ κάνουμε
παντρειές!
Θὰ δουλεύω
νύχτα μέρα καὶ ἄς βρίσκομαι στὰ ξένα,
μέχρι
νὰ ὀρθοπλωρήσω καὶ στὴν μάνα
νὰ γυρίσω».
Τὸ ὄνειρό του ἦταν
πάντα ὅταν μάζευε ἀρκετά,
νὰ ξαναγυρίσῃ πάλι
στὴν πατρίδα τὴν γλυκειά!
Νὰ βρῆ μάνα
κι’ ἀδελφὲς καὶ ἀγάπες
παλαιὲς
νὰ ριζώσῃ κεῖθε
πίσω καὶ νὰ ζοῦνε μὲ χαρές.
Μ’ ὅλα
αυτὰ λοιπὸν στὸ νοῦ του
δούλευε πολὺ σκληρὰ
μῆνες,
χρόνια, σὰν σκλαβιά, μὲς στὴν
μαύρη ξενιτειά.
Νὰ μπορέσῃ κάποια
μέρα νὰ γυρίση στὴν πατρίδα
στὰ παλιά
του τὰ λημέρια καὶ στὴν
μάνα τὴν γλυκειά.
Καὶ ποτέ
του δὲν ξεχνοῦσε τοῦ Θεοῦ τὴν Ἐκκλησιά,
ποὺ ἦταν ἡ παρηγοριά
του ἀπ’ τὰ χρόνια τὰ παλιά.
Γιατὶ πάντοτε
θυμόταν τὴν μητέρα τὴν σεπτή,
ποὺ τὸν εἶχε ἀναθρέψει
μὲ καλὴ διαγωγή.
Τοῦ ἔλεγε:
«Παιδὶ μου πάντα ὅπου βρίσκεσαι καὶ πᾶς
τὴν Ἁγία Ἐκκλησία
μὴ ποτὲ νὰ τὴν
ξεχνᾶς»!
Κι’ αὐτὸς
πάντοτε τηροῦσε τὴν
παλιά της συμβουλὴ
κι’ ἔτρεχε
κερὶ ν’ ἀνάψῃ καὶ νὰ πῆ μιᾶ προσευχή!
Μὰ ἕνα
βράδυ κουρασμένος ἀπ’ τὴν
κρύα μοναξιά,
γύριζε
στὰ καφενεῖα μήπως βρεῖ μιὰ συντροφιά.
Ἦταν
μιὰ ἀρχὴ κακιὰ ξέχασε
τὴν Ἐκκλησιά!
Γιατὶ τώρα
ξενυχτοῦσε ὅλη νύχτα στὰ χαρτιά!
Πῆρε ἕνα
μονοπάτι ποὺ εἶναι τόσο ὁλισθηρό,
ποὺ ξεχνιέσαι
ἀπ’ ἀνθρώπους κι’ ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν
Θεό!
Μὰ γιὰ τὴν
καλή του τύχη συναντήθηκε μιὰ μέρα
μὲ μιὰ ὄμορφη
κοπέλα, πέρα ἐκεῖ στὴν Ἐκκλησιά.
Τὴν ἀγάπησε
ἀμέσως! Tὴν ἐκύταξε
στὰ μάτια,
μὲ τὸ χέρι
στὴν καρδιὰ τῆς ἐζήτησε
παντρειά!
Ἔτσι ἦταν
τυχερὸ παντρευτήκανε μιὰ μέρα,
κάνανε
καὶ δυὸ παιδιὰ γύρισε στὴν Ἐκκλησιά.
Καὶ μὲ μάτια
βουρκωμένα εἶπε ἐμπρὸς στὴν Παναγιά:
«Παναγιὰ συγχώρησέ
με ἔχω σφάλματα πολλά.
Μιὰ βοήθεια
ζητάω, δῶσε μου καρδιὰ κουράγιο
ν’ ἀναθρέψω
τὰ παιδιά μου σ’ αὐτὴ ἐδῶ τὴν ξενιτειά.
Καὶ μαζὶ μὲ τὴν
κυρά μου νὰ γυρίσουμε μιὰ μέρα
στὴν
πατρίδα την παλιὰ στὴν
μανούλα τὴν γλυκειά».
Κι’ ἔτσι μὲ αὐτὸ τὸν
πόθο χαραγμένο στὴν καρδιὰ
νύχτες
μέρες, μῆνες, χρόνια, δούλευε πάντα σκληρά.
Κι’ ὅλο εἶχε τὴν ἐλπίδα
φωλιασμένη στὴν
ψυχή,
πίσω
πάλι νὰ γυρίσῃ στὴν
πατρίδα τὴν χρυσή.
Δὲν τὸ εἶχε ὅμως
σκεφτεῖ ὅταν ἔκανε
παιδιά,
πόσο
δύσκολο θὰ ἦταν νὰ γυρίσῃ στὰ παλιά.
Ἡ καλὴ κυρά
του πάντα, ὅσο κι’ ἄν τὸν ἀγαποῦσε,
τοῦ μιλοῦσε
λογικὰ μέσα ἀπ’ τὰ σωθικά.
«Πῶς
μπορεῖς νὰ πάρης ἄνδρα,
τὰ παιδιά πίσω ἐκεῖ;
Εἶναι
πρόβλημα μεγάλο δὲν τὸ θέλει
ἡ λογική.
Ἡ δικιά
τους ἡ πατρίδα εἶναι τώρα ἡ Ἀμερική,
ἐδῶ ἔχουν
τὸ σχολειό τους καὶ τὸν βίο
τὸν δικό τους.
Ἐδῶ ἔχουν
τὰ δικά τους καὶ τοῦ κόσμου
τὰ καλά.
Ποῦ ἀλλοὺ μποροῦν νὰ βροῦνε
τέτοια ἰσάξια ἀγαθά»;
Ἔτσι
διχοτομημένος καὶ μὲ θλίψη
στὴν καρδιά,
στὴν
καϋμένη του τὴν μάνα ἔγραφε
λόγια πικρά.
«Μάνα
δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω
στὴν πατρίδα τώρα δά.
Ὅσο
κι’ ἄν σὲ νοσταλγῶ ἔχω ἐδῶ μικρὰ παιδιά».
Kι’ ἐκείνη ἀπαντοῦσε μ’ ὄμορφα λόγια γλυκὰ
μὲ ἀγάπη
στὴν καρδιά, πάντοτε ὅμως λογικά.
«Ἔτσι ἦταν
γραφτὸ παιδί μου νὰ σὲ πάρη ἡ ξενιτειά,
μέσα ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά
μου καὶ νὰ ζοῦμε χωριστά.
Κοίτα
τώρα τὰ παιδιά σου κι’ αὐτὴ τὴν καλὴ κυρά
σου
κι’ ἴσως ὁ Θεὸς τὰ φέρει
κάποτε εὐνοϊκά.
Τότε ἔλα, ἔστω
γιὰ λίγο, νὰ δωθοῦμε μιὰ φορὰ
πρὶν τὰ μάτια
μου τὰ κλείσω μὲ τὸν
πόνο στὴν καρδιά!»
Ἔτσι
κύλαγαν τὰ χρόνια στὴν πλανεύτρα ξενιτειὰ
ὥσπου
κάποτε μιὰ μέρα τοῦ ’πε ἡ καλὴ κυρά:
«Εἶναι
δύσκολο πολὺ ὅλοι μας νὰ πᾶμε ἐκεῖ,
πήγαινε
μ’ ἕνα παιδὶ νὰ τῆς πάρῃς τὴν
ευχή!»
Κι’ ἔτσι
γύρισε ὁ δόλιος ἀπὸ χρόνια
πιὰ πολλά,
κάπου
ἐκεῖ δεκαεπτά, στὴν πατρίδα τὴν
παλιά.
Γιὰ νὰ ἐπισκευθῆ τὴν
μητέρα τὴν καλή,
π’ ἀγαποῦσε μὲ στοργὴ καὶ νοστάλγαγε
νὰ δῆ.
Ἦταν
πλέον μιὰ γριούλα εἶχε γίνει καὶ γιαγιὰ
κι’ ἀπ’ τὶς δυό
του αδελφάδες ποὺ ’χαν κάνει πιὰ παιδιά
Πέρναγαν
τὶς ἐπισκέψεις μὲ ἀγάπη καὶ χαρές,
μ’ ἐξαδέλφια
καὶ μὲ θείους μὲ τὴν
μάνα κι’ ἀδελφές.
Μὰ ὁ νοῦς του
ἦταν τώρα στὴν καλή του τὴν
κυρά,
καὶ στὸ ἄλλο
του παιδὶ ποὺ’ χε μείνει στὴν Ἀμερική.
Γύρισαν
λοιπὸν ξανὰ κεῖ στὴν πλάνα
ξενιτειά,
ποὺ ἦταν ὅμως ἡ πατρίδα
καὶ στὰ δυό του τὰ παιδιά.
Ἔτσι
πέρασαν τὰ χρόνια κι’ ἦρθαν στὰ μαλλιὰ τὰ χιόνια,
μεταξὺ σὲ δυὸ πατρίδες,
μιὰ κοντὰ κι’ ἄλλη
μακρυά!
Καὶ μιὰ μέρα
τὸν φωνάζουν, ἡ μητέρα ἀσθενεῖ
καὶ φοβᾶται θὰ πεθάνῃ καὶ δὲν θὰ σὲ ξαναδῆ.
Τρέχει
μπαίνει στ’ ἀεροπλάνο στὴν
πατρίδα γιὰ νὰ ρθῆ,
νὰ προλάβη
ὁ καϋμένος τὴν μητέρα του νὰ δῆ.
Πλάϊ
κεῖ στὸ προσκεφάλι ὅπου εἶναι
ξαπλωμένη
τώρα
τὴν μοιρολογεῖ μὲ ὀδύνη
στὴν φωνή: «Μάνα
μου ἄχ!
Τώρα σὲ χάνω φεύγεις γιὰ τὸν οὐρανό.
Ἔτσι ἦταν τὸ γραφτό
μου, ἄχ! Ποτὲ νὰ σὲ χαρῶ».
Ἔτσι ἡ μάνα
του πεθαίνει μὲ μαράζι στὴν
καρδιὰ
ποὺ ’φυγε
ἀπὸ κοντά της τόσα χρόνια μακρυά.
Καὶ αὐτὸς
ξαναγυρίζει στὴν μαγκούφα ξενιτειὰ
ποὺ ’ναι ὅμως ἡ πατρίδα
καὶ στὰ δυό του τὰ παιδιά.
Πέρασαν
καὶ ἄλλα χρόνια καὶ πληθύνανε
τὰ «χιόνια».
Τὰ παιδιά
του παντρεμένα κάνανε κι’ αὐτὰ παιδιά.
Ἔγινε
κι’ αὐτὸς παπποῦς κι’ ἡ γυναίκα
του γιαγιά.
Κι’ ἡ ζωὴ πιὰ συγκεντρώθη
στὰ ἐγγόνια καὶ παιδιά.
Κι’ ἔτσι
τώρα οἱ ἐπαφὲς στὴν
πατρίδα τὴν γλυκειὰ
μὲ τὶς δυό
του ἀδελφὲς ἔγιναν
πιὸ ἀραιές.
Ἦταν
κάπου κάποιο γράμμα ἤ ἕνα μικρὸ ταξείδι
Πάντοτε
μὲ χτυποκάρδι καὶ μὲ ζάλη στὸ κεφάλι.
Εἶχε
τώρα ὁ καθένας οἰκογένεια δικιά του
μὲ ἐγγόνια
καὶ παιδιὰ καὶ προβλήματα
ἀρκετά.
Καὶ τὰ χρόνια
ἀκλουθοῦσαν ὅλο νὰ κατρακυλοῦν.
Πέφτει
ἄρρωστος βαριὰ πάσχει τώρα ἀπὸ καρδιά.
Καὶ χηρεύει
ἡ μιὰ ἀδελφὴ κλαίει
νύχτα καὶ πρωΐ,
μὰ δὲν εἶναι ἐκεῖ κοντά
της γιὰ νὰ τὴν παρηγορῆ.
Κι’ αὐτὸς χάνει ἕνα γαμπρὸ π’ ἀγαποῦσε σὰ ’δελφό,
ἀλλά εἶναι ὅλοι
μακρυὰ κλαίει καθένας χωριστά.
Πέρασαν
ξανὰ τὰ χρόνια ἦρθε ἡ μπόρα
τοῦ χειμῶνα
πέταξαν
τὰ χελιδόνια, στὰ μαλλιὰ πλήθυναν
χιόνια.
Καὶ μιὰ μέρα
ξαφνικὰ πέφτει ἄρρωστη βαριὰ ἡ κυρὰ
ποὺ ἀγαπᾶ. Τοῦ τὴν
πέρνει ὁ Θεός,τώρα μένει μοναχός.
Τὰ παιδιά
του πατεράδες κι’ ὅσο κι’ ἄν τὸν ἀγαποῦνε
ἡ ζωή
τους τὸ προστάζει χωριστὰ τώρα νὰ ζοῦνε.
Ἔτσι χάνει τὴν κυρά, πέταξαν
καὶ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν παλιὰ φωλιά!
Μένει ἔρμος
μοναχός μ’ ἕνα γάτο συντροφιά!
Τί νὰ κάνῃ; Ποῦ νὰ πάῃ; Στὴν
πατρίδα δὲν μπορεῖ,
ἡ καρδιὰ δὲν τὸν ἀφήνει
εἶναι ἄρρωστη πολύ.
Ἡ Ἐκκλησιὰ τώρα τοῦ μένει
τελικὴ παρηγοριὰ
καὶ στὴν ἀγκαλιά
της μέσα τρέχει πάντοτε γοργά.
Εἶν’ τὸ καταφύγιό
του στὴν ζωή του τὴν τρελλὴ
γιατὶ ξέρει
ἐκεῖ θ’ ἀφήσῃ τὴν
στερνή του τὴν πνοή!
Καὶ ἡ λίγη
οἰκονομία ποὺ ’χε κάνει στὴν ζωὴ
μὲ ἱδρῶτα καὶ μὲ κόπους
οὔτε αὐτὴ τὸν
βοηθεῖ.
Γιατὶ ὅ,τι
καὶ νὰ γίνῃ τ’ ὄνειρο
ποὺ εἶχε πάντα
στὴν
πατρίδα γιὰ νὰ ρθῆ δὲν θὰ πραγματοποιηθῆ.
Σὰν κι’
αὐτὸν ὑπάρχουν τόσοι καὶ μὲ ἀρκετὰ λεφτὰ,
μὰ ποτὲ δὲν θὰ γυρίσουν
στὴν πατρίδα τὴν παλιά.
Γιατὶ ὅλοι
τους ριζώνουν πάντοτε μὲ ὑποχρεώσεις,
μὲ γυναίκα
ἤ μὲ παιδιὰ ἤ μ’ἀρρώστια
στὴν καρδιά.
Καὶ στὸ τέλος
καταλήγουν κεῖ στὴν
πλάνα ξενιτειὰ
μ’ ἕνα
γάτο ἤ μ’ ἕνα σκύλο μοναχή τους συντροφιά!
Καὶ οἱ ἀποτυχημένοι
ποὺ ’ναι τόσο ἀπελπισμένοι
καὶ γυρίζουν σὰν
ρεμάλια στὰ καζίνα
στὰ χαρτιὰ,
καὶ περνᾶνε τὴν ζωή τους μὲς στὴν
κρύα μοναξιὰ
ντρέπονται
πλέον νὰ πᾶνε στὴν πατρίδα τὴν
φτωχειά.
Μήπως
τοὺς κατηγορήσουν ποὺ δὲν ἔχουνε
λεφτὰ
κι’ ἔτσι τὸ κορμί
τους λυώνει μὲς στὴν
μαύρη ξενιτειά!
Ἔτσι
γίνεται συνήθως κι’ ἐκεῖ πάντα
καταλήγει
ἡ ζωὴ τοῦ μετανάστη
νὰ ριζώνῃ μακρυά.
Εἴτε ἐπιτυχημένοι
εἴτε ἀποτυχημένοι,
Εἴτε πλούσιοι μεγάλοι εἴτε τοῦ
Θεοῦ φτωχοὶ,
ὅλους
μας μᾶς καταπίνει δολερὰ μὲ απονιὰ
τὸ μεγάλο
χωνευτῆρι ποὺ τὸ λένε
ξενιτειά.
Καὶ ὁ πόθος
στὴν πατρίδα νὰ γυρίσουμε ξανὰ
μένει
μόνο παραμύθι στὴν φτωχή μας τὴν
καρδιά.
Ὥσπου
κλείνουμε τὰ μάτια καὶ ξεχνιῶνται ὅλα αὐτά,
κι’ ἔτσι
μπαίνει μιὰ τελεία στῆς ζωῆς μας
τὰ γραφτά!
(Σημείωσις
Πιθανῶς τὸ παρὸν
ποίημα, «Ἡ Ἱστορία τοῦ Μετανάστη»
νὰ μὴν ἔχει
μεγάλη ἀπήχησιν στὴν
παροῦσα γενεὰ λόγῳ τῆς
σημερινῆς παγκοσμοποιήσεως. Εἶμαι
βέβαιος ὅμως ὅτι ἀντανακλᾶ ὅλα τὰ αἰσθήματα
τῶν παλαιοτέρων, τότε ποὺ ἡ μετανάστευσις
ἦταν ἕνα ὀδυνηρὸν καὶ δραματικὸν
γεγονός. Ἄλλωστε αὐτὸ τὸ ποίημα
εἶναι γραμμένο σὲ ἐλεύθερο
μέτρο χωρίς νὰ ἀποβλέπει
σὲ λογοτεχνικὴ ἐπαξίωση. Θέλει μόνον νὰ ἐκφράσῃ μὲ ἁπλότητα
καί ἀπὸ καρδιᾶς, τὶς
διακυμάνσεις τῆς ζωῆς στὴν
ξενιτειὰ ποὺ οἱ περισσότερες
εἶναι κοινὲς
μεταξὺ ὅλων τῶν
ξενητεμένων ποὺ τὸ πεπρωμένον
τους, τοὺς προίκησε με δυὸ πατρίδες!)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου